Δεν είναι σπάνιο στη χώρα μας ο διάλογος για ένα σοβαρό ζήτημα, όπως αυτό των διαδηλώσεων, να εκτρέπεται σε αναπαραγωγή στερεοτύπων και σε ομαδοποιήσεις: μεταξύ τού ποιος υπερασπίζεται και του ποιος είναι διώκτης των ελευθεριών του πολίτη.

Το ζήτημα των διαδηλώσεων –ορθότερα, των υπαίθριων δημοσίων συναθροίσεων –δεν πρέπει να αποσυνδεθεί από τις άλλες σημαντικές νομοθετικές παρεμβάσεις που επείγουν για την πόλη της Αθήνας. Μια νομοθετική ρύθμιση για τις δημόσιες συναθροίσεις θα έχει πραγματικό αποτέλεσμα μόνον εάν είναι πλήρης και εφόσον αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα ενός συνολικού σχεδίου αναμόρφωσης του αναχρονιστικού πλαισίου για τη λειτουργία της πόλης, σε ό,τι αφορά τον πολίτη και τον δημόσιο χώρο.

Η πρόταση νόμου την οποία παρουσίασα πριν από 14 μήνες για τη ρύθμιση του καθεστώτος που διέπει τις διαδηλώσεις δεν αφορούσε μόνο τον περιορισμό των μικρών συγκεντρώσεων –όντως ένα από τα κορυφαία προβλήματα της Αθήνας, λόγω του καθημερινού αδικαιολόγητου αποκλεισμού του κέντρου της πόλης. Περιλάμβανε μια ολοκληρωμένη ρύθμιση του καθεστώτος των δημοσίων συναθροίσεων, κάτι που αποτελεί συνταγματική επιταγή και, δυστυχώς, καμία πολιτική δύναμη στη Μεταπολίτευση δεν τόλμησε να προωθήσει.

Το πολιτικό σύστημα προτίμησε για ακόμη μία φορά την ακινησία και την αδράνεια, χωρίς να ενοχλείται καν από το γεγονός ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο που διέπει τις διαδηλώσεις βασίζεται σε ένα συνταγματικώς διάτρητο νομοθετικό διάταγμα της χούντας.

Η πρόταση που παρουσίασα πέρυσι δεν αφορά μόνο τον περιορισμό των μικρών διαδηλώσεων και πορειών στο πεζοδρόμιο ή σε κάποια λωρίδα του οδοστρώματος, καθώς ο περιορισμός αυτός απορρέει ήδη από τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή δεν χρειάζεται καν παρέμβαση του νομοθέτη.

Η νομοθετική πρόταση του Δήμου έθετε, μεταξύ άλλων, και τους διοργανωτές μιας συνάθροισης προ των ευθυνών τους, καθιστώντας παράλληλα τον Δήμο και την Αστυνομία υπεύθυνους για τον περιορισμό ή ακόμη και για την απόφαση διάλυσης κάποιας πορείας ή συγκέντρωσης διαμαρτυρίας, στην περίπτωση που οι διοργανωτές της δεν μπορούσαν να διασφαλίσουν την ομαλή και ειρηνική εξέλιξή της. Δεν βγάζουμε την ουρά μας απέξω. Αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας, συχνά και περισσότερες από αυτές που μας αναλογούν, προκειμένου να διασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία της πόλης. Προκειμένου να καταργήσουμε επιμέρους καθεστώτα ανομίας που ταλανίζουν την Αθήνα και υπονομεύουν το ηθικό, όχι μόνον των κατοίκων της αλλά όλων των Ελλήνων, γιατί πρόκειται για την πρωτεύουσα της χώρας.

Η πρόταση νόμου για τις δημόσιες συναθροίσεις ήταν μία μόνο από τις νομοθετικές προτάσεις που καταρτίσαμε. Θυμίζω ότι έχουμε καταθέσει, τα δύο τελευταία χρόνια, πρώτον, μία ολοκληρωμένη πρόταση για τη λειτουργία των οίκων ανοχής στην Αθήνα. Λειτουργούν περισσότεροι από 300 και εκείνοι που έχουν άδεια είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Και, δεύτερον, παραδώσαμε μία πλήρη νομοθετική πρόταση για τον έλεγχο λειτουργίας των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, προκειμένου να μπει τάξη σε ένα τοπίο ανορθολογικής και μη ισόρροπης ανάπτυξης.

Τόσο οι δύο προηγούμενες νομοθετικές παρεμβάσεις όσο και εκείνη για τις διαδηλώσεις απορρέουν από μια ενιαία άποψη για το πώς βλέπουμε τη μετάβαση της Αθήνας στη νέα εποχή. Μία εποχή σεβασμού στην ελευθερία και στην ποιότητα ζωής των δημοτών, καθώς και σε μία εποχή πραγματικά δημοκρατικής λειτουργίας της πόλης.

Κάθε νομοθετική πρωτοβουλία για τη ρύθμιση των «διαδηλώσεων» στην Αθήνα είναι καταρχήν ευπρόσδεκτη, καθώς δίνει την ευκαιρία να ανοίξει η συζήτηση για ένα πρόβλημα που έχει καταταλαιπωρήσει τους Αθηναίους, για ένα ζήτημα που αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα μεταπολιτευτικά ταμπού.

Εμείς, πάντως, επιμένουμε στην ολοκληρωμένη πρότασή μας, επιδιώκοντας ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις, που είναι απαραίτητες για να διασφαλιστεί το δικαίωμα στη διαμαρτυρία αλλά και το δικαίωμα στην πόλη της Αθήνας να μεταβεί σε μία εποχή δημοκρατικής ωριμότητας και ανάπτυξης.

Ο Γιώργος Καμίνης είναι δήμαρχος Αθηναίων