Ενόψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που θα πραγματοποιηθεί στις 22 Μαΐου για το διακύβευμα της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής και δεδομένης της νέας έκκλησης του γάλλου Προέδρου Φρανσουά Ολάντ για τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ενέργειας, πρέπει να εξετάσουμε τις βασικές προκλήσεις που θα μας παρουσιαστούν στο άμεσο μέλλον. Εναν χρόνο πριν από τις ευρωεκλογές, η ενεργειακή πολιτική απαιτεί μια πραγματική αλλαγή στον τρόπο παραγωγής, στη μεταφορά και κατανάλωση της ενέργειας. Η επιτυχία της θα εξαρτηθεί από το εάν θα συνδεθεί ο στόχος της αλλαγής με την κοινωνία των πολιτών.

Η σημαντική πρόοδος που έχει σημειωθεί από το 2007 επιτεύχθηκε πολλές φορές με τίμημα τον κατακερματισμό του κοινοτικού πλαισίου και μιαν έλλειψη ξεκάθαρων ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών. Η σύμπλευση των τριών μεγάλων στόχων του ανταγωνισμού, της βιώσιμης ανάπτυξης και ασφάλειας των αποθεμάτων και η συναίνεση σε ορισμένους άλλους βασικούς στόχους προσέκρουαν συχνά στις διαφορετικές προσεγγίσεις των κρατών – μελών που ήταν πολλές φορές εκ διαμέτρου αντίθετες.

Αυτές οι εθνικές πολιτικές αγνοούν όμως την πραγματική αλληλεξάρτηση με τις γειτονικές χώρες, οι θέσεις των οποίων δεν λαμβάνονται υπόψη και αποσταθεροποιούν το ευρωπαϊκό ενεργειακό σύστημα, οδηγώντας πολλές φορές σε επιπόλαιες και δαπανηρές επενδύσεις για τους ευρωπαίους πολίτες.

Ας θυμίσουμε κατ’ αρχάς ότι μια Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ενέργειας δεν πρέπει να συνοδευτεί από τη δημιουργία ενός υπερεθνικού ευρωπαϊκού οργάνου που θα αποφασίζει για τα πάντα και ιδιαίτερα για το ευρωπαϊκό ενεργειακό μείγμα ή για έναν μονοπωλιακό συγκεντρωτισμό της αγοράς του αερίου, αφού αυτές οι δύο επιλογές αποκλείονται από τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ενέργειας πρέπει να βασιστεί σε κοινά και συγκεκριμένα βήματα γύρω από τις τρεις μείζονες παραμέτρους οι οποίες είναι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις βιομηχανίες που παρακινεί, η συνεργασία ανάμεσα στα κράτη που ενδυναμώνει και η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη που συνενώνει.

Δεν μπορεί, όμως, να υπάρξει υγιής ανταγωνισμός χωρίς την ολοκλήρωση της ενοποίησης της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Τα κράτη – μέλη πρέπει να ακολουθήσουν αυτήν τη διαδικασία και να περιφρουρήσουν τη σωστή εφαρμογή της. Δεδομένου ότι το ενεργειακό πλαίσιο θα καθοριστεί με ορίζοντα το 2030, η ΕΕ πρέπει να αντλήσει διδάγματα από τις νέες δυναμικές της παγκόσμιας αγοράς που έχουν αναπτυχθεί μετά το 2007.

Σε ό,τι αφορά την αλληλεγγύη, η ασφάλεια των αποθεμάτων επιβάλλει κοινή προσέγγιση και πνεύμα σύμπνοιας στην εκμετάλλευση των πηγών ενέργειας. Ασφαλώς, όταν κάποια κράτη εξαρτώνται από ξένους προμηθευτές, δεν μπορούν να τροποποιήσουν το ενεργειακό τους μείγμα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προχωρήσουμε σε κοινή διαχείριση των αποθεμάτων μιας διασυνδεδεμένης αγοράς και να διαπραγματευτούμε σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης τις απαραίτητες συμφωνίες με τις χώρες παραγωγής και διέλευσης. Η επιτυχία ενός τέτοιου σχεδίου θα αποτελούσε ένα τεράστιο βήμα για την κοινή εξωτερική πολιτική.

Σε ό,τι αφορά, τέλος, τη συνεργασία τασσόμαστε υπέρ μιας μεγαλύτερης ενοποίησης ανάμεσα στις χώρες – μέλη στο πεδίο της ενέργειας σε περιφερειακή βάση, η οποία θα στηρίζεται στις δυνάμεις και τις αδυναμίες κάθε μέλους καθιστώντας υποχρεωτική και αναπόφευκτη τη συνεργασία ανάμεσα στους εθνικούς παίκτες. Αν και έχουν αναληφθεί διάφορες πρωτοβουλίες, ωστόσο είναι συχνά αποσπασματικές, δεν υποστηρίζονται πολιτικά και χαρακτηρίζονται από κακή οργάνωση.

Η πολιτική, οικονομική και δομική συνεργασία ανάμεσα σε γειτονικές χώρες, ο χαμένος κρίκος της σημερινής πολιτικής θα μπορούσαν να γίνουν ο ακρογωνιαίος λίθος των ενεργειακών υποδομών (μεταφορές, διανομή αλλά και κοινός σχεδιασμός). Ο νέος κανονισμός για τις ενεργειακές υποδομές παρέχει ένα ενδιαφέρον πλαίσιο που απαιτεί πολιτική βούληση για να λάβει σάρκα και οστά. Το 1951 έξι ευρωπαϊκές χώρες αποφάσισαν να προτάξουν τα κοινά τους συμφέροντα σε δύο σημαντικούς τομείς της οικονομίας. Η ενέργεια ήταν ο ένας από αυτούς και έως τις μέρες μας διατηρεί τον χαρακτήρα μιας πολιτικής και οικονομικής προτεραιότητας. Οι κοινοί κανόνες που θα επιτρέψουν να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι πρέπει να ενισχυθούν. Είναι χρέος μας να τους επανεφεύρουμε μαζί στο κατώφλι των νέων προκλήσεων που πρέπει να αντιμετωπίσει η Ευρώπη. Οι γενικές διακηρύξεις χωρίς μελλοντικό αντίκρισμα δεν αρκούν εφόσον θέλει η Ευρώπη να εξακολουθούν οι πολίτες της να πιστεύουν σε αυτήν.

Ο Ζακ Ντελόρ είναι πρώην πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο Μάρτιν Σουλτς είναι πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου