Αναμένοντας την Ανάσταση και παρατηρώντας τους πολιτικούς οιωνούς, εύκολα συνάγει κανείς ότι μπορεί ακόμα και το Σύμπαν να καταρρεύσει, ένα πράγμα όμως δεν θα αλλάξει: η ροπή της αθάνατης ελληνικής λεβεντιάς προς το γκροτέσκο, την ικανότητα να ξοδεύουμε λεφτά (που δεν μας περισσεύουν) για φανφάρες.

Κυρίες και κύριοι, σας πληροφορώ ότι, και φέτος, λίγο μετά τις οκτώ το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου κυβερνητικό αεροσκάφος θα μεταφέρει στο αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος με τιμές αρχηγού κράτους το Αγιον Φως. Θα παραληφθεί όπως κάθε χρόνο από τον Ναό της Αναστάσεως στην Ιερουσαλήμ, όπου συνήθως πέφτει και μια κλωτσοπατινάδα ανάμεσα στους εκπροσώπους διαφόρων δογμάτων. Και θα το συνοδεύουν μεγαλοπρεπώς ο υπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Λ. Αβραμόπουλος (ή έστω ο υπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων κ.λπ. Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος) και ο αντιπρόεδρος της Βουλής, ο μέγας Ρεφερενδάριος Γιώργος Καλαντζής (που, ωστόσο, στη δική μας καρδιά θα μένει για έναν πιο δοξασμένο τίτλο, εκείνον του πρώην ΥΜΑΘ). Μάλλον θα πάνε και διάφοροι βουλευτές –όλων των κομμάτων, πλην των αριστερών. Και κατόπιν, μ’ αεροπλάνα και βαπόρια (αλλά κυρίως μ’ αεροπλάνα) θα μεταφερθεί σε διάφορα μέρη, για να φωτίσει την παραδοσιακή τελετή ρίψης των παραδοσιακών πυροτεχνημάτων.

Το έθιμο επινοήθηκε τα χρόνια της ευμάρειας και, αν εξαιρέσουμε κάποια επαγγέλματα που έχουν ευνοηθεί, έχει συμβολισμούς, όχι και τόσο βαθείς όσο θα επιθυμούσαν όσοι προσγράφουν τη θρησκευτική πίστη στην πνευματικότητα. Ο ένας από αυτούς έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του Νεοέλληνα, τον έξω καρδιά, τον κιμπάρικο,που δώσ’ του συμβολισμούς μεγαλείου και πάρ’ του την ψυχή.

Ο άλλος ωστόσο είναι βαθύτερος και έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του κράτους. Η Λαμπρή είναι ασφαλώς σπουδαία γιορτή, αλλά το πολίτευμα είναι δημοκρατικό και αντλεί τη νομιμοποίησή του από τον λαό και όχι από τον Θεό. Ανεξάρτητα από το προκλητικό έξοδο για τη συγκεκριμένη φανφάρα, λοιπόν, υπάρχει και ένα ζήτημα ουσίας. Πώς είναι δυνατόν το κράτος να θέτει στο επίκεντρο μια τελετή που δεν αφορά τις κρατικές υποθέσεις, αλλά είναι υπόθεση της «κρατούσης θρησκείας»; Πώς είναι δυνατόν οι εκπρόσωποι της Πολιτείας να υποτάσσουν τη διακριτή εξουσία που τους έχει εκχωρηθεί εις-το-όνομα-του-λαού σε μια θρησκευτική τελετή –, που, μάλιστα, αντί να υπεραμύνεται της θρησκευτικής πνευματικότητας έχει παραδοθεί στο γκροτέσκο του νέου ελληνισμού;

Μήπως ήρθε η ώρα ο μέγας Ρεφε-ρενδάριος της Βουλής και οι πολιτικοί που σέβονται τα χρήματα και την αισθητική των πολιτών να παραδώσουν αυτή την παράδοση που γέννησε ο νεοπλουτισμός στη λήθη;