Δεν υπάρχει ισχυρότερο και πιο καταπραϋντικό αντίδοτο για το πέρασμα του χρόνου από το θέατρο. Για όποιον το παρακολουθεί με πάθος, ακόμα και παραστάσεις που δεν υπήρξαν σημαντικές η αναφορά τους μαλακώνει αναμνήσεις που για την προσωπική ζωή ενός ανθρώπου υπήρξαν οδυνηρές. «Θυμάσαι το βράδυ που επιστρέφαμε από το θέατρο και μας είπαν ότι είχαν πάει εσπευσμένα τον μπαμπά στο νοσοκομείο;» Και χωρίς ο μπαμπάς να έχει ξεχαστεί, αρχίζει ένας διάλογος κι ένα κατεβατό για το ποιοί ηθοποιοί παίζανε και ποιος είχε κάνει τα κοστούμια.Ιδιαίτερα το μουσικό θέατρο, με τη δημοφιλία των ηθοποιών του, τη μουσική και τη φαντασμαγορία του, μοιάζει να ακινητοποιεί τον χρόνο. Η καθαυτό περιουσία του καθενός μας που είναι οι αναμνήσεις γίνονται σχεδόν κοινές με τις εντελώς διαφορετικές αναμνήσεις των άλλων. Χάρη σε μια παράσταση, ανεξάρτητα αν παιζόταν στην Επίδαυρο ή στο Ακροπόλ, στο Εθνικό θέατρο ή στο Βέμπο. Λεωφόροι, δρόμοι κανονικοί, παράδρομοι ή αδιέξοδα, γίνονται χάρη στο θέατρο εστίες μιας προσωπικής αναφοράς που τους καθαγιάζει όσο αμαρτωλοί ή επικίνδυνοι αν είναι. Και επειδή οι σημερινοί συνομιλητές, ο Γιώργος Κατσαρός και η Τάνια Τρύπη, δεν χρειάζονται καμιά επιπλέον σύσταση, πέραν των όσων εξομολογούνται, να υπογραμμίσουμε την αμεσότητα της φράσης του Γιώργου Κατσαρού όταν αναφέρει την τραγουδίστρια Καίτη Μπελίντα. Πενήντα χρόνια πριν, ολόκληρο μισό αιώνα, έχει συμβεί το περιστατικό κι ο καθένας αισθάνεται ότι εξελίσσεται σήμερα μπροστά στα μάτια του!
ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΙΑΡΧΟΣ: Πώς γίνεται, κύριε Κατσαρέ, να είναι µαθήτριά σας η κυρία Τάνια Τρύπη, όταν πρωταγωνίστρια σε µιούζικαλ βέβαια, παραµένει µια ηθοποιός της πρόζας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ: Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε κάτι: η κυρία Τρύπη είναι απ’ όλα. Σπουδαία τραγουδίστρια, σπουδαία χορεύτρια, σπουδαία ερμηνεύτρια. Καθόλου αφύσικο όταν η μητέρα της είναι μια από τις σημαντικότερες δασκάλες του τραγουδιού και της μουσικής. Προσωπικά, αν και δεν ένιωσα ποτέ δάσκαλος, στο θέατρο γίνεσαι δάσκαλος αναγκαστικά προκειμένου να διδάξεις αυτό που θα χρειαστεί μετά να γράψεις, να ενορχηστρώσεις ή να συνθέσεις. Οταν με πρωτοφώναξε ο Μπουρνέλης, το 1961, να γράψω μουσική (το έκανα για πρώτη φορά) για την επιθεώρηση «Να τι δεν είχες, Αθήνα» που θα ανέβαινε στο θέατρο του Εθνικού Κήπου, οι πρόβες γίνονταν στο θέατρο Παπαϊωάννου. Η πρώτη μου πρόβα ήταν με τον Ορέστη Μακρή. Επρεπε να του έχω έτοιμο ένα τραγούδι για το νούμερό του, έκανε τον μεθυσμένο. Κάθομαι λοιπόν στο πιάνο, με είδε που είχα τρομερό τρακ, και μου λέει: «Ακουσέ με, μικρέ, τώρα εσύ είσαι ο δάσκαλος και εγώ ο μαθητής». Δεν το ξέχασα ποτέ.
Θ.Ν.: Κυρία Τρύπη, µιλήστε µας για τη µητέρα σας που την ανέφερε ήδη ο κ. Κάτσαρος ως µια πολύ σηµαντική δασκάλα της µουσικής.
ΤΑΝΙΑ ΤΡΥΠΗ: Δεν θα ήθελα να μιλήσω για τη μητέρα μου, ντρέπομαι. Πειράζει; Ομως με τον Γιώργο Κατσαρό πραγματικά νιώθω ως μαθήτρια δίπλα του. Γενικά όσα χρόνια δουλεύω στο θέατρο, και δουλεύω πολλά χρόνια (η πρώτη μου δουλειά ήταν σε ηλικία δώδεκα χρονών στο μιούζικαλ «Αννυ» που είχε ανεβάσει ως παραγωγός η Αλίκη Βουγιουκλάκη στο καλοκαιρινό θέατρο Αλίκη, δεν έπαιζε η ίδια), έχω κάθε φορά τον ενθουσιασμό ενός μικρού παιδιού. Οπως τώρα με τον κ. Κατσαρό, δεν μπορείς παρά να νιώθεις ως μαθητής δίπλα του. Κακά τα ψέματα, ο ίδιος είναι η ιστορία της μουσικής στην Ελλάδα αυτοπροσώπως. Μόνο τα πράγματα που έχει να σου πει για τον κάθε ερμηνευτή, για το κάθε τραγούδι, πότε γράφτηκαν οι στίχοι του, η μουσική του, ποιο ήταν το ύφος της εποχής (αφού δεν πρόκειται για σύγχρονα τραγούδια), είναι πολύτιμα τόσο για έναν τραγουδιστή όσο και για έναν ηθοποιό.
Θ.Ν.: Κύριε Κατσαρέ, πριν από περίπου πέντε χρόνια µού είχε πει ένα βράδυ η κυρία Μαρινέλλα, ενώ τελείωνε την πρόβα, ότι «τόσα χρόνια στο θέατρο και κάθε βράδυ το σκάβω το πράγµα µε την αγωνία της πρώτης µέρας».
Γ.Κ.: Αν τη ρωτούσατε ποιος το έχει πει αυτό, θα σας έλεγε «ο Γιώργος Κατσαρός». Το ίδιο θα σας έλεγε και ο Γιάννης Πάριος. Με τους συνεργάτες μου δεν με ενδιαφέρει πρωτίστως να είναι σημαντικοί ως μουσικοί ή ως τραγουδιστές. Με ενδιαφέρει να είναι συνεπείς, αυτό που κάνουνε να το πονάνε και να το δουλεύουνε. Η Μαρινέλλα, όταν δουλεύει, το καμαρίνι το κάνει σπίτι της, όπως και ο Πάριος. Δεν πηγαίνουν στο θέατρο μισή ή μία ώρα πριν από την παράσταση. Πηγαίνουν από το απόγευμα, κοιμούνται συχνά στο καμαρίνι, πίνουν τον καφέ τους, έρχονται οι φίλοι τους. Είναι πολύ σημαντικό να ζεις μέσα στην ατμόσφαιρα του θεάτρου, όχι μόνο την ώρα που δημιουργείς. Θυμάμαι την Καίτη Μπελίντα στο Ακροπόλ. Μισάνοιγε την αυλαία για να δει τον κόσμο. Οταν τη ρωτούσα γιατί το κάνει, μου έλεγε: «Αλλος κόσμος ήταν ο χθεσινός, άλλος ο σημερινός. Βλέπω φάτσες για να δω αν θα έχουμε ή δεν θα έχουμε επιτυχία». Προσωπικά συμβαίνει συχνά να αλλάζω το πρόγραμμα στη διάρκεια μιας συναυλίας. Η σειρά στο πρόγραμμα έχει μεγάλη σημασία. Δεν μπορείς να βάλεις τρεις μπαλάντες στη σειρά, γιατί ο κόσμος θα αποκοιμηθεί. Θα βάλεις μια μπαλάντα και στη συνέχεια κάτι πιο γρήγορο, πιο κεφάτο.
Θ.Ν.: Κυρία Τρύπη, αν χρειαζόταν να διαλέξετε, ποιο είδος θεάτρου θα επιλέγατε;
Τ.ΤΡ.: Το μουσικό θέατρο. Το αγαπώ ιδιαίτερα, είναι η αδυναμία μου. Εχω μεγαλώσει μέσα σε αυτό, έγινα ηθοποιός εξαιτίας του. Δεν αποκλείω κανένα άλλο είδος, αλλά στο μουσικό θέατρο νιώθω πολύ ευτυχισμένη. Ειδικά όταν υπάρχει ζωντανή ορχήστρα.
Θ.Ν.: Τι είναι αυτό που έχει κάνει την παράσταση «Βίρα τις άγκυρες», αν και έχουν περάσει δεκαπέντε µόνο χρόνια, να ακούγεται σαν κάτι µυθικό;
Γ.Κ.: Το γεγονός ότι μπορείτε να μετρήσετε δέκα πρωταγωνιστές που έχουν βγει από αυτή την παράσταση είναι κάτι που λέει πολλά. Θυμάμαι, μαζί με τον Σταμάτη Φασουλή και τον Δημήτρη Παπάζογλου, τον Γιάννη Φλερύ να βοηθάει στις πρόβες. Χάρη στον Νίκο Κούρκουλο γινόταν μια δουλειά που νόμιζες ότι ήταν εντελώς προσωπική σου υπόθεση.
Θ.Ν.: Χάρη στον Νίκο Κούρκολο γιατί;
Γ.Κ.: Αν και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, ήταν πάντα παρών σε όλες τις πρόβες.
Τ.ΤΡ.: Κρεμούσε φώτα. Δεν του ξέφευγε τίποτα. Αν μπορείτε να το φανταστείτε, ξεσκόνιζε ο ίδιος…
Γ.Κ.: Είχε πιστέψει πολύ σε αυτή την παράσταση. Ηταν η πρώτη φορά που το Εθνικό Θέατρο ανέβαζε επιθεώρηση. Προς τιμήν του μάλιστα είχε φωνάξει τρεις συνθέτες, τον παλαιότερο, τον λίγο παλαιότερο και τον κάπως νεότερο. Τον Γιώργο Μουζάκη, τον Ζακ Ιακωβίδη και εμένα. Είχε δηλαδή μοιράσει την παράσταση σε τρία μέρη. Μια παράσταση που ανά πάσα στιγμή μπορείς να την κουβεντιάσεις σήμερα, ακόμη και για το κάθε νούμερο ξεχωριστά.
Τ.ΤΡ.: Φανταστείτε το δέος για έναν νέο ηθοποιό να παίζει στο θεάτρο Ρεξ και να συνεργάζεται με όλους αυτούς τους ανθρώπους. Θυμάμαι τον πρώτο μήνα στις αναγνώσεις, τις ιστορίες που έλεγε ο καθένας τους. Το κλίμα που είχε δημιουργηθεί ώστε, όταν μπήκαμε στην πρόβα, να αισθανόμαστε ότι πρόκειται για μια ιστορία που τη ζούσαμε από χρόνια. Και με έναν Σταμάτη Φασουλή που ξέρει το θέατρο απέξω και ανακατωτά, αυτό δεν συζητιέται. Αν και δούλευα ήδη πολλά χρόνια στο θέατρο, για μένα υπήρξε η αιτία για να με μάθει ο πολύς κόσμος.
Θ.Ν.: Χαίροµαι πολύ που χρησιµοποιείτε τη λέξη «δέος». Το δέος, ο σεβασµός είναι, θα έλεγε κανείς, µια µορφή µαθητείας.
Τ.ΤΡ.: Πρόκειται μάλλον για στοιχείο του χαρακτήρα μας. Ή το έχεις ή δεν το έχεις. Είναι ανεξάρτητο από το αν ασχολείσαι με το θέατρο, τη μουσική, τον χορό, τα εικαστικά, τη δημοσιογραφία ή αν είσαι υπάλληλος σε μια τράπεζα. Δεν έχει σημασία τι δουλειά κάνεις. Οταν θαυμάζεις και σέβεσαι, αναπόφευκτα μαθαίνεις. Δεν έχει σημασία πόσο χρονών ή πόσο γνωστός είσαι. Στη δουλειά μας τουλάχιστον πάντα έχουμε να μάθουμε.
Γ.Κ.: Το ίδιο δέος, τον ίδιο σεβασμό τα ένιωθα και τα νιώθω και εγώ που είμαι τόσο μεγαλύτερος από την Τάνια. Και δεν τα ένιωθα μόνο για ανθρώπους που ήταν μεγαλύτεροί μου σε ηλικία. Τα ένιωθα και για καλλιτέχνες που δουλεύαμε πολύ μαζί και είχαμε γίνει φίλοι, τον Χατζηχρήστο, τον Σταυρίδη, τον Αυλωνίτη, τη Βασιλειάδου, τη Σπεράντζα, τον Παράβα. Συχνά μάλιστα δεν χρειαζόταν να έχει κάποιος ή κάποια τον πρώτο ρόλο για να τον σεβαστώ. Τον σεβόμουν έστω και αν είχε τον τρίτο ρόλο. Επειδή ξεκίνησα δουλεύοντας σε καμπαρέ –έπαιζα σαξόφωνο -, σεβόμουν πολύ τις κοπέλες που, αφού τελείωνε το χορευτικό τους, κάνανε κονσομασιόν. Ζούσα δίπλα τους και έβλεπα τον αγώνα τους. Ακριβώς όπως σέβομαι σήμερα τα νέα παιδιά που κάνουν κάποια ρολάκια. Αυτό είναι το μεγάλο θέμα: Ο αγώνας που κάνει ο κάθε αρτίστας, άνδρας ή γυναίκα, να φτάσει κάπου.
Θ.Ν.: Κυρία Τρύπη, πού συναντήσατε τους σηµαντικότερους δασκάλους, στη σχολή ή στο θέατρο;
Τ.ΤΡ.: Αναμφισβήτητα στο θέατρο. Η σχολή σού μαθαίνει ορισμένα πράγματα, αλλά η εμπειρία είναι που σε κάνει να γίνεσαι ολοένα και πιο σωστός στη δουλειά σου. Προσωπικά ευτύχησα να έχω πολύ καλούς δασκάλους. Χρειάζεται να τους αναφέρω; Ο Σταμάτης Φασουλής. Εχει μια μαγική μέθοδο να βγάζει μόνο τα καλά σου στοιχεία. Ο Κώστας Τσιάνος, επίσης, πολύ σημαντικός για μένα. Ο Τζων Μοδινός και ο Γιάννης Μέτσης που δυστυχώς δεν υπάρχουν πια. Ο πρώτος μού δίδαξε κλασικό τραγούδι και ο δεύτερος κλασικό χορό. Και κυρίως ο Γιώργος Κατσαρός.
Γ.Κ.: Στο θέατρο δεν σε διδάσκουν μόνο οι δάσκαλοι ή οι πρωταγωνιστές που συμβαίνει να παίζεις μαζί τους στην ίδια παράσταση. Υπάρχουν πολλοί ηθοποιοί που δεν θελήσανε ποτέ να γίνουν πρώτοι και παίζουν πάντα δεύτερους ρόλους. Παρατηρώντας τον τρόπο που κάνει τον ρόλο του ένας «δεύτερος» ηθοποιός, νιώθεις το παίξιμό του να σε διδάσκει όπως δεν κατάφερε να το κάνει ο σκηνοθέτης που σε δίδασκε λίγο πριν. Αυτός ο δεύτερος ηθοποιός μπορεί να περνάει μέσα σου σαν δάσκαλος όχι μόνο τον ρόλο που θα παίξεις, αλλά το έργο ολόκληρο.
Θ.Ν.: Ενας ηθοποιός του µουσικού πού δουλεύει περισσότερο, στο σπίτι του ή στο θέατρο;
Τ.ΤΡ.: Αν δεν κάνεις δουλειά μόνος σου στο σπίτι, δεν προχωράς. Δεν μπορεί να πηγαίνεις απροετοίμαστος στην πρόβα. Χρειάζεται να έχεις κάνει το ζέσταμα και το φωνητικό και το κινησιολογικό, γενικά να έχεις μελετήσει. Αλλά, αν και έχεις έρθει έτοιμος, να μπορείς να τα ξαναπιάσεις όλα από την αρχή με τον μαέστρο, με τον χορογράφο, με τον σκηνοθέτη. Συχνά μπορεί να νιώθεις χαλαρός στην πρόβα. Δεν σημαίνει όμως ότι δεν έχεις δουλέψει μόνος σου μέσα στη μέρα, αφού χρειάζεται να είσαι διαρκώς ετοιμοπόλεμος. Αν δηλαδή ο μαέστρος θελήσει να μη μαρκάρεις απλώς, αλλά να δώσεις το εκατό τοις εκατό, δεν μπορείς να του πεις «μαέστρο, δεν γίνεται σήμερα, καλύτερα να το πω αύριο». Αυτό επιτρέπεται μόνο όταν είμαστε πάρα πολύ κρυωμένοι, υπάρχει δηλαδή πραγματική τεχνική αδυναμία.
Γ.Κ.: Ολα αυτά είναι πολύ σωστά, αλλά χρειάζεται και κάτι άλλο. Αν δεν αισθάνεται φίλος ο μαέστρος με τον σολίστα, δεν έχουμε αποτέλεσμα. Βεβαίως το αίσθημα αυτό χρειάζεται να είναι αμφίδρομο. Προσωπικά ξεκινούσα τις πρόβες πάντα από το σπίτι μου. Ερχονταν στο σπίτι μου, έβλεπαν την οικογένειά μου, πώς συμπεριφέρομαι στη γυναίκα μου. Με τον Γιάννη Πουλόπουλο όλες οι πρόβες γίνονταν στο σπίτι μου. Με τον Δημήτρη Μητροπάνο, όταν του έγραφα «Τα Κύθηρα ποτέ δεν θα τα βρούμε» (έμενε όπως και εγώ στο Φάληρο), καθόμαστε στη βεράντα μου ώς το πρωί, πίναμε το ουισκάκι μας και λέγαμε ιστορίες. Πάντα γινόμουν με όλους φίλους. Ετσι την άλλη μέρα, όταν πηγαίναμε στο στούντιο ή το κέντρο, ήταν σαν να εκτελούσαμε μια φιλική αποστολή. Πολλά πράγματα σε σχέση με αυτά μου τα έμαθε η Καίτη Μπελίντα, μια πραγματική κυρία του θεάτρου. Μόλις είχα πρωτοβγεί στη δουλειά και είχαμε σχέσεις, η εμπειρία της ήταν τεράστια. Εμαθα τον Γιάννη Πάριο να πηγαίνει στο θέατρο πριν και από μένα ακόμη που, έτσι κι αλλιώς, πηγαίνω πάντα πρώτος στην πρόβα. Μια μέρα που είδα να έχει πάει πριν από μένα, τον ρωτάω: «Τι γίνεται με σένα;». Και μου απαντάει: «Θα ήθελα, μαέστρο, να με ονομάσετε επιλοχία του λόχου».
«Επειδή ξεκίνησα δουλεύονταςσε καμπαρέ – έπαιζα σαξόφωνο –, σεβόμουν πολύ τις κοπέλες που, αφού τελείωνε το χορευτικό τους, κάνανε κονσομασιόν. Ζούσα δίπλα τουςκαι έβλεπα τον αγώνα τους» –Γιώργος Κατσαρός
«Πρόκειται μάλλον (ο σεβασμός)για στοιχείο του χαρακτήρα μας.Ή το έχεις ή δεν το έχεις. Είναι ανεξάρτητο από το αν ασχολείσαιμε το θέατρο, τη μουσική, τον χορό,τα εικαστικά, τη δημοσιογραφίαή αν είσαι υπάλληλος σε μια τράπεζα» –Τάνια Τρύπη