Οι ΗΠΑ έχουν εμπλακεί σε τρεις πολέμους μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της Αλ Κάιντα στις 11 Σεπτεμβρίου 2001: εναντίον της Αλ Κάιντα, στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Οι πρώτοι δύο επιβλήθηκαν στις ΗΠΑ, αλλά ο τρίτος ήταν το αποτέλεσμα της απόφασης του πρώην προέδρου Τζορτζ Μπους και ελήφθη για ιδεολογικούς λόγους, αλλά και για προσωπικούς.

Εάν ο Μπους, ο πρώην αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι, ο πρώην υπουργός Αμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ και οι νεοφιλελεύθεροι σύμμαχοί τους ήταν ειλικρινείς όσον αφορά τις προθέσεις τους –να ανατρέψουν τον Σαντάμ Χουσεΐν με πόλεμο, δημιουργώντας έτσι μια νεοφιλοδυτική Μέση Ανατολή -, δεν θα είχαν λάβει ποτέ την υποστήριξη του Κογκρέσου και του αμερικανικού λαού. Ο στόχος τους ήταν και αφελής και παράτολμος.

Ετσι έπρεπε να δημιουργηθεί μια απειλή: τα ιρακινά όπλα μαζικής καταστροφής. Οπως γνωρίζουμε, η απειλή βασίστηκε σε ψέματα (σωλήνες αλουμινίου για ένα πρόγραμμα πυρηνικών όπλων, π.χ., συναντήσεις μεταξύ του δράστη της 11ης Σεπτεμβρίου Μοχάμεντ Ατα και ιρακινών αξιωματούχων στην Πράγα, ακόμη και πλαστογραφίες, όπως υποτιθέμενες ιρακινές παραγγελίες ουρανίου από τον Νίγηρα). Αυτές ήταν οι δικαιολογίες για έναν πόλεμο που θα στοίχιζε τις ζωές σχεδόν 5.000 αμερικανών στρατιωτών και περισσότερων από 100.000 Ιρακινών. Προσθέστε σε αυτούς τα εκατομμύρια όσων τραυματίστηκαν και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, καθώς και την καταστροφή μιας από τις παλαιότερες χριστιανικές κοινότητες του κόσμου. Για όλα αυτά οι ΗΠΑ ξόδεψαν 3 τρισ. δολάρια.

Ο πόλεμος του Μπους εναντίον του Σαντάμ άλλαξε ριζικά τη Μέση Ανατολή, αν και όχι όπως θα ήθελε εκείνος. Δέκα χρόνια αργότερα η βιωσιμότητα του Ιράκ απειλείται περισσότερο από ποτέ. Με την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν η σιιτική πλειοψηφία ανέλαβε την εξουσία έπειτα από έναν φρικιαστικό εμφύλιο πόλεμο, αφήνοντας τους ηττημένους σουνίτες να ψάχνουν ευκαιρίες για εκδίκηση. Οι Κούρδοι στον Βορρά ευφυώς χρησιμοποίησαν την ευκαιρία που τους παρουσιάστηκε για ανεξαρτησία, αν και το ερώτημα-κλειδί του ελέγχου του Κιρκούκ παραμένει επικίνδυνο. Ολοι μάχονται τώρα για να αποκτήσουν όσο μεγαλύτερο μερίδιο μπορούν από τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου και αερίου του Ιράκ.

Εξετάζοντας την Επιχείρηση Ιρακινή Ελευθερία μία δεκαετία αργότερα, οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» συμπέραναν ότι οι ΗΠΑ κέρδισαν τον πόλεμο, το Ιράν κέρδισε την ειρήνη και η Τουρκία κέρδισε τα συμβόλαια. Συμφωνώ.

Με πολιτικούς όρους, το Ιράν είναι ο μέγας νικητής του πολέμου του Μπους. Ο Νο 1 εχθρός του, ο Σαντάμ, εξολοθρεύτηκε από τον Νο 2 εχθρό του, τις ΗΠΑ, γεγονός που δημιούργησε στο Ιράν μια χρυσή ευκαιρία να επεκτείνει την επιρροή του πέραν των δυτικών του συνόρων για πρώτη φορά μετά το 1746. Ο πόλεμος του Μπους με το φτωχό στρατηγικό του όραμα και τον άθλιο σχεδιασμό ενίσχυσε τη θέση του Ιράν στην περιοχή, όπως δεν θα μπορούσε ποτέ να το καταφέρει η Τεχεράνη. Είναι επίσης ξεκάθαρο ποιοι έχασαν: η Σαουδική Αραβία και άλλα κράτη του Κόλπου, που αισθάνονται ότι απειλούνται και θεωρούν τις σιιτικές μειονότητες στο έδαφός τους ως πυλώνα του Ιράν. Αλλωστε, με τους σιίτες στην εξουσία στο Ιράκ, το Ιράν θα αναζητήσει ευκαιρίες να χρησιμοποιήσει τους πληθυσμούς των σιιτών ανά χώρα ώστε να ενισχύσει τις ηγεμονικές του τάσεις.

Αφήνοντας στο περιθώριο τα ψέματα και τα ερωτήματα περί ηθικής και προσωπικής ευθύνης, το κρίσιμο σφάλμα στον αμερικανικό πόλεμο εναντίον του Ιράκ ήταν η απώλεια ενός βιώσιμου σχεδίου ή της απαραίτητης δύναμης ώστε να επιβληθεί η Pax Americana στη Μέση Ανατολή. Η Αμερική ήταν αρκετά ισχυρή για να αποσταθεροποιήσει την υπάρχουσα περιφερειακή τάξη, αλλά όχι αρκετά ισχυρή για να δημιουργήσει μια νέα.

Παρότι δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ του πολέμου του Ιράκ και των αραβικών εξεγέρσεων που ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 2010, οι επιπτώσεις τους συνδυάστηκαν κατά κάποιον τρόπο. Μετά τον πόλεμο, η εχθρότητα μεταξύ της Αλ Κάιντα και άλλων σαλαφιστικών και σουνιτικών αραβικών εθνικιστικών ομάδων έδωσε τη θέση της σε συνεργασίες, ακόμα και συγχωνεύσεις.

Αυτό που κάνει τον εμφύλιο στη Συρία τόσο επικίνδυνο είναι ότι έχει μετατραπεί σε διαπάλη για την περιφερειακή κυριαρχία μεταξύ του Ιράν από τη μια, και της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ και της Τουρκίας από την άλλη. Ως αποτέλεσμα της αμερικανικής εισβολής πριν από δέκα χρόνια, η Μέση Ανατολή κινδυνεύει να γίνει τα Βαλκάνια του 21ου αιώνα.

Ο Γιόσκα Φίσερ, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας και αντικαγκελάριος από το 1998 έως το 2005, ήταν ηγέτης των γερμανών Πρασίνων επί 20 χρόνια.