«Γιατί το κάψατε, ρε παιδιά; Είπαμε να τους φοβερίσετε, όχι να το κάψετε ή να τους κάψετε». Αν λέει αλήθεια η μάρτυρας που κατέθεσε ότι άκουσε αυτές τις φράσεις να λέγονται από μια γυναίκα μερικά λεπτά μετά την τριπλή δολοφονία στη Μarfin, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ανατριχιαστικό. Ανατριχιαστικότερο ακόμη και από τις μέχρι τώρα υποθέσεις της Αστυνομίας ότι επρόκειτο για οργανωμένο σχέδιο εξαρχής.

Το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό είναι ότι δεν χρειάζεται καμία σοβαρή οργάνωση, δεν απαιτείται κανενός είδους στρατηγικό σχέδιο για να χαθούν τρεις ζωές. Φτάνει να διαθέτεις εύφλεκτα υλικά και να βρίσκεσαι στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή. Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει η τύχη.

Για μερικές ώρες τον Μάιο του 2010, όπως και πολλές άλλες φορές και πριν και μετά, η ζωή στην Αθήνα ήταν στα χέρια της τύχης. Τρεις άνθρωποι αποφάσισαν να φοβερίσουν κάποιους άλλους, μάλλον όλους τους υπόλοιπους, όμως, τι να κάνουμε, δυστυχώς τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα είχαν προβλέψει ή όπως θα ήθελαν. Ούτως ή άλλως ο εμπρησμός έχει κάτι το πρωτόγονο. Ακόμη και αν καίγονται άψυχα, δέντρα ή σπίτια, ο τρόμος που προκαλεί μοιάζει να βγαίνει από τα βάθη μιας ανθρώπινης μνήμης που δεν μπορεί να ελέγξει η λογική. Εξίσου πρωτόγονο είναι και το αίσθημα της δύναμης που κινεί το χέρι του εμπρηστή. Οι φλόγες είναι με το μέρος του, τυφλές και αδιάφορες σαρώνουν ό,τι βρουν μπροστά τους. Είναι τα εργαλεία μιας βαρβαρότητας που απελευθερώνει το ένστικτο της καταστροφής και του θανάτου.

Υπάρχει και κάτι ακόμη. Σκέφτομαι πως, αν το όργανο του εγκλήματος ήταν διαφορετικό, αν είχαν πυροβολήσει φέρ’ ειπείν τα θύματά τους, θα είχαν σκορπίσει μεν τον τρόμο γύρω τους, αλλά δεν θα είχαν περάσει σχεδόν απαρατήρητοι, όπως πέρασαν. Γιατί ο εμπρησμός, η βενζίνη, η μολότοφ έχει περάσει σχεδόν στην καθημερινότητά μας. Η εικόνα του κουκουλοφόρου που πετάει ένα αντικείμενο σκορπίζοντας γύρω του φλόγες αντιμετωπίζεται από το συλλογικό υποσυνείδητο ως παραπλήρωμα της διαμαρτυρίας, ως απαραίτητο στοιχείο της κοινωνικής ή της πολιτικής σύγκρουσης. Εδώ και χρόνια οι θεωρίες δίνουν και παίρνουν. Ορισμένοι πιστεύουν και θα εξακολουθήσουν να πιστεύουν ότι όλα αυτά δεν είναι παρά ένα σχέδιο σκοτεινών δυνάμεων που στόχο έχουν να συκοφαντήσουν και να καταργήσουν το δικαίωμα στη διαμαρτυρία. Συζητάμε ακόμη για το αν η βία έχει πολιτικό πρόσημο, ακροαριστερό, ακροδεξιό, εντός, εκτός και επί τα αυτά. Εξαντλούμε τα αναλυτικά μας εργαλεία και την όποια σοβαρότητα μας έχει απομείνει λες και προσπαθούμε να την ξορκίσουμε καταδικάζοντάς την ή επικαλούμενοι τη νομιμότητα. Και εθελοτυφλούμε απέναντι στο προφανές: αυτού του τύπου η ανοργάνωτη βία, σε όλες της τις διαβαθμίσεις, είναι το προϊόν μιας εξωλογικής συμπεριφοράς που δεν υιοθετείται μόνον από όσους την ασκούν. Την τρέφει ο μηδενισμός μιας κοινωνίας που έχει ξεχάσει για ποιους λόγους υπάρχει, η κενότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης και η αδράνεια μπροστά στον πάσης φύσεως πρωτογονισμό.

Δεν ξέρω τι απάντησαν στην πανικόβλητη σύντροφό τους που φώναζε «γιατί το κάψατε, ρε παιδιά;». Υποθέτω, «τι να γίνει, τώρα ό,τι έγινε έγινε». Και αυτό είναι ανατριχιαστικό.