Ας υποθέσω ότι τα παιδιά έχουν δίκιο. Στο κάτω κάτω δεν υποκρίνονται τους νομιμόφρονες, όπως η κ. Πορτάλιου που απεφάνθη πως η παρέμβαση της Αστυνομίας στη βίλα Αμαλία αποτελεί παραβίαση του οικογενειακού ασύλου. Ούτε εισπράττουν βουλευτική αποζημίωση παρότι δηλώνουν αναρχικοί, όπως ο αγνώστων λοιπών στοιχείων κύριος Διαμαντόπουλος.

Τα παιδιά βρήκαν τα κτίρια άδεια και εγκαταλελειμμένα στο έλεος των τρωκτικών και τα κατέλαβαν για να τους δώσουν ζωή. Ας δεχθώ επίσης ότι σε μια πόλη που κακοποιεί τους κατοίκους της ηθικά και αισθητικά, τα παιδιά αυτά βρήκαν έναν τρόπο για να περάσουν καλά. Επιναν, άκουγαν μουσική, έκαναν έρωτα και γενικά συμπεριφέρονταν ως κυρίαρχοι του εαυτού τους και διεκδικούσαν την αυτοδιάθεση της όρεξής τους. Να δεχθώ ακόμη πως η απέχθεια που αισθάνονται απέναντι στην «κρατική εξουσία» δεν είναι παρά η μετάφραση στη δική τους γλώσσα της απέχθειας που αισθάνομαι κι εγώ, όπως οι περισσότεροι, απέναντι σε ένα ελληνικό κράτος το οποίο έχει νικήσει κατά κράτος τους πολίτες του, απέναντι στην ανευθυνότητα, την κουτοπονηριά και την ηλιθιότητα του τυραννόσαυρου που ακούει στο όνομα ελληνικό Δημόσιο. Ολα αυτά να τα δεχθώ και να δεχθώ και τα κοκτέιλ μολότοφ και τα λοστάρια και τα λοιπά αντικείμενα καθημερινής χρήσεως.

Εκείνο όμως που δυσκολεύομαι να δεχθώ είναι ο αρχαϊσμός της συμπεριφοράς, τα κουρασμένα στερεότυπα της εξέγερσης, ο συντηρητισμός μιας αντίδρασης που ενδιαφέρεται περισσότερο για την επιβεβαίωση της παρουσίας της και ουδόλως για την αποτελεσματικότητά της. Μπορούν οι «καταλήψεις» να γίνουν εργαλείο πολιτικής, της οποιασδήποτε πολιτικής; Εχουν να προτείνουν κάτι αυτά τα παιδιά, έστω μια ανυπόκριτη συμπεριφορά απέναντι στην κοινωνική «υποκρισία»;

Η δημοκρατία μας πάσχει και, κάθε μέρα που περνάει, όσοι διαχειρίζονται τους θεσμούς της φροντίζουν να την αποψιλώσουν κι από τα τελευταία της επιχειρήματα. Οπως την αποψιλώνουν και από επιχειρήματα και όσοι διαχειρίζονται τη διαμαρτυρία, γιατί και η διαμαρτυρία δημοκρατικός θεσμός είναι. Τα δωρεάν αντανακλαστικά της εξέγερσης τα ζήσαμε, τα φάγαμε, τα χορτάσαμε, ήρθε η ώρα να πάμε παρακάτω. Κι όσοι πολιτικοί επαγγέλλονται την υπεράσπισή της, αυτό το «παρακάτω» είναι που φοβούνται. Υπερασπίζονται τις καταλήψεις τώρα, όπως χθες υπερασπίζονταν τους «Αγανακτισμένους», παριστάνοντας πως δεν βλέπουν ότι από τις μούντζες τους η πολιτική ζωή έτεκεν Καμμένους και χρυσαυγίτες. Είναι δυνατόν να αντιδράς σ’ αυτό που συμβαίνει το 2013 με όρους, λεξιλόγιο και συμπεριφορές του 1970; Εχει και η διαμαρτυρία τους συνταξιούχους της, θα μου πείτε. Κι αυτοί περνούν δύσκολα.

ΥΓ: Εγνωσμένου κύρους διανοητής της σκηνής με κατατρόπωσε κάπου στο Ιντερνετ για τα όσα έγραψα προχθές περί ανατροπής του καπιταλισμού. Υποκλίνομαι ταπεινά. Συμπαρίσταμαι, δε, στις προσπάθειες που καταβάλλει για να εκφραστεί. Η πρόζα του θέλει ακόμη αρκετή δουλειά, όμως αξίζει τον κόπο γιατί, αν τα καταφέρει, θα διαπρέψει και ως ευαγγελιστής της αταξικής κοινωνίας.