Η είδηση του λουκέτου στο ιστορικό εργοστάσιο της Σέλμαν στο Βασιλικό Χαλκίδας δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Η εταιρεία που ίδρυσε πριν από περίπου μισό αιώνα ο Παναγιώτης Ηλιάδης ανέβαινε τον δικό της Γολγοθά τα τελευταία 5 χρόνια λόγω της μεγάλης βουτιάς στην οικοδομή, κατάσταση η οποία επιδεινώθηκε και από την ακαμψία της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης των εργαζομένων στην εταιρεία να αποδεχθούν μειώσεις μισθών και ελαστικότερα ωράρια εργασίας. Την κατρακύλα της εταιρείας δεν μπόρεσε να αποτρέψει ούτε ο νέος ιδιοκτήτης της (τα τελευταία τρία χρόνια), ο όμιλος της Alfa Wood.

Ο όμιλος ανακοίνωσε χθες στο Χρηματιστήριο ότι αναστέλλει οριστικά τη λειτουργία του εργοστασίου, αφήνοντας έτσι χωρίς δουλειά 174 εργαζόμενους και μάλιστα σε μια περιοχή ιδιαίτερα επιβαρημένη από την ανεργία. Το δεύτερο εργοστάσιο της εταιρείας βρίσκεται στην Κομοτηνή και έχει επιδοτηθεί με πάνω από 20 εκατ. ευρώ στα πλαίσια του αναπτυξιακού νόμου.

Με το λουκέτο του εργοστασίου της Χαλκίδας, η Σέλμαν, που είναι η μεγαλύτερη και ιστορικότερη εταιρεία επεξεργασίας ξύλου στην Ελλάδα, κλείνει ακόμη ένα σημαντικό κεφάλαιο της βιομηχανικής ιστορίας του τόπου. Ιδρύθηκε από την οικογένεια Παναγιώτη Ηλιάδη το 1962, μπήκε στο Χρηματιστήριο το 1988 και το κύριο αντικείμενο δραστηριότητάς της ήταν η παραγωγή κοντραπλακέ και πλακάζ στο εργοστάσιο στο Βασιλικό Χαλκίδας.

Αλλά δεν είναι μόνο η ελληνική βιομηχανία που χάνει ακόμη ένα ιστορικό εργοστάσιο. Είναι και η περιοχή της Χαλκίδας και γενικότερα της Εύβοιας που μαστίζεται από τα υψηλά ποσοστά ανεργίας. Δίπλα στο εργοστάσιο της Σέλμαν που κλείνει είναι και εργοστάσιο της NEOSET που έχει ήδη απολύσει πολλούς εργαζόμενους. Και τα δύο εργοστάσια τα 3 τελευταία χρόνια έχουν απολύσει 1.000 άτομα. Στο εργοστάσιο της Σέλμαν πριν από 3 χρόνια απασχολούνταν 800 εργαζόμενοι και πριν 8 χρόνια 1.200 υπαλλήλους.

Πηγές της διοίκησης του ομίλου της Alfa Wood που ελέγχεται μετοχικά στο μεγαλύτερό της μέρος από την οικογένεια του Αντώνη Αδαμοπούλου, χρεώνουν το κλείσιμο του εργοστασίου και στην ακαμψία των εργαζομένων οι οποίοι είχαν αρνηθεί στο πρόσφατο παρελθόν να δεχθούν μειώσεις μισθών και εκ περιτροπής εργασία. Τον περασμένο μάλιστα Σεπτέμβριο εργαζόμενοι είχαν μπλοκάρει την είσοδο του εργοστασίου αναστέλλοντας έτσι για πολλές ημέρες τη λειτουργία του, με αφορμή την αδυναμία του ομίλου να εξοφλήσει έγκαιρα τα ποσά των αποζημιώσεων σε εργαζόμενους που είχαν προηγουμένως απολυθεί. Την περασμένη χρονιά πέθανε ο ιδρυτής της εταιρείας Παναγιώτης Ηλιάδης ο οποίος κάτω από την ασφυκτική πίεση της ζημιογόνας πορείας της εταιρείας του την είχε πωλήσει έναντι μόλις 11 εκατ. ευρώ στους Αντώνη Αδαμόπουλο και Χρήστο Αγοραστό οι οποίοι είχαν ιδρύσει το 1981 στη Λάρισα τη δική τους ομώνυμη εταιρεία που αργότερα μετονομάστηκε Αlfa Wood. Ο Αντώνης Αδαμόπουλος είχε επιστρέψει έναν χρόνο νωρίτερα από την Αυστραλία.

Οι λόγοι που οδήγησαν την εταιρεία στην απόφαση αυτή είναι μεταξύ άλλων ο δραματικός περιορισμός της δραστηριότητάς της, απότοκος της κατακόρυφης μείωσης παραγγελιών κατά 26% το εννεάμηνο του 2012 σε σχέση με το αντίστοιχο εννεάμηνο του 2011 και κατά 46% σε σχέση με το εννεάμηνο του 2010.

Επίσης, η ραγδαία αύξηση της τιμής των βασικών πρώτων υλών και συγκεκριμένα της ξυλείας κατά 20%, λόγω διπλασιασμού της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης και στροφής των καταναλωτών στη χρήση ξυλείας για θέρμανση, ενώ και η τιμή της κόλλας, που αποτελεί τη δεύτερη βασική πρώτη ύλη της εταιρείας, αυξήθηκε κατά 13% σε σχέση με το 2011.

Από την πλευρά του, το σωματείο των εργαζομένων κάνει λόγο για επιχειρηματικά «παιχνίδια»: στα σχέδια των μετόχων του ομίλου της Alfa Wood, υποστηρίζει, είναι η τουριστική αξιοποίηση του ιδιωτικού λιμανιού και της παρακείμενης έκτασης των 200 στρεμμάτων που διαθέτει η Σέλμαν στο Βασιλικό.

Πάντως η μητρική εταιρεία τα πηγαίνει καλά: η Alfa Wood, που έχει επιχορηγηθεί με άλλα 33,8 εκατ. ευρώ από τον αναπτυξιακό νόμο από το 2002 έως το 2009, αποτελούσε τουλάχιστον μέχρι και πριν το 2011 μια σταθερά κερδοφόρα εταιρεία. Το 2010 είχε κέρδη ρεκόρ ύψους 36,4 εκατ. ευρώ, ενώ έως τότε πραγματοποιούσε κέρδη της τάξης των 3 εκατ. ευρώ ετησίως. Το 2011, όμως, έκλεισε τη χρήση με ζημιές 31 εκατ. ευρώ.