«…Τα καπετανλίκια ήταν κλέφτικα πράματα, όταν ήταν οι Τούρκοι στην πατρίδα μας αφεντάδες. Εμείς όμως παιδευόμαστε διά λευτεριά και δι’ αυτό μας κερνούν ολόρθοι οι κάτοικοι κ’ έχουν τις ελπίδες τους σ’ εμάς· και μας πλερώνουν και μας ταγίζουνε· και τους βάνομε ομπρός εις τον πόλεμον και σκοτώνονται αυτείνοι και δοξαζόμαστε εμείς»

τα παραπάνω λόγια αποτυπώνουν τη σύγκρουση δύο αντίθετων νοοτροπιών στην καρδιά του Αγώνα για την ελληνική Ανεξαρτησία, που εκφράστηκαν στον ανταγωνισμό ανάμεσα στις παλιές τοπικές ελίτ (ένοπλους και προύχοντες) και στις νέες πολιτικές διοικήσεις τις οποίες εγκαθίδρυσαν οι «εκπρόσωποι του έθνους». Και ανήκουν σε έναν μόλις 25άρη πρώην έμπορο και επιτυχημένο τοκιστή που είχε διοριστεί τότε πολιτάρχης της Αθήνας, αρχηγός δηλαδή της Αστυνομίας, και υπερασπιζόταν την ανάγκη νομιμοφροσύνης προς την Επανάσταση για χάρη του κοινού σκοπού, για την ύπαρξη δηλαδή της πατρίδας. Είναι ο Μακρυγιάννης, έτσι όπως δεν τον έχουμε δει ποτέ έως τώρα. Ενα πολιτικό ζώο της εποχής του, χωμένος στα πάντα, ισορροπιστής και «ανακατωσάρης», που χάρη στον ιστορικό Νίκο Θεοτοκά ξεπροβάλλει ολοζώντανος με όλα του τα σουσούμια, μέσα από την καινούργια βιογραφία του. Και φωτίζει συμπεριφορές και τρόπους του πολιτεύεσθαι που επιβιώνουν μέχρι σήμερα.

Στα χρόνια που διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για το νεοελληνικό κράτος, στα χρόνια που κρίνεται η δεκτικότητα της ελληνικής κοινωνίας στις νεωτερικές ιδέες οι οποίες εξαπλώνονται στην Ευρώπη, ο Μακρυγιάννης, που γεννήθηκε το 1796 στο Αβορίτι Δωρίδας και πέθανε το 1864 στην Αθήνα, δεν θυμίζει τον εξιδανικευμένο «λαϊκό ήρωα» με την «αυθεντική ψυχή», που περιγράφουν ως πρότυπο τα σχολικά βιβλία ή τα ΜΜΕ και αγαπούν ορισμένοι πολιτικοί. Ο Θεοτοκάς μάς αποκαλύπτει μια πολύ πιο σύνθετη, πιο ενδιαφέρουσα και πιο τρομερή προσωπικότητα. Εναν άνθρωπο του παραδοσιακού κόσμου που θα μπει στην υπόθεση της Επανάστασης του ’21, θα προσαρμοστεί στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, θα ξανοιχτεί σε ολότελα καινούργιες προοπτικές, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψει τις αξίες που κληρονόμησε, και τελικά θα συμμετάσχει στο γκρέμισμα του παλιού κόσμου αλλά δεν θα καταφέρει να χωρέσει στον καινούργιο. Θα μπορούσε κανείς να παρομοιάσει αυτή τη διαδικασία με εκείνο που συνέβη στους ανθρώπους του ΕΑΜ, που γύρισαν τον κόσμο ανάποδα και βρέθηκαν απέξω από τον καινούργιο κόσμο. Η ειρωνεία είναι ότι ο Μακρυγιάννης χρησιμοποιήθηκε από τις ιδεολογίες του 20ού αιώνα με τρόπο που η ιστορική του μορφή σχεδόν εξαφανίστηκε, και κατέληξε να γίνει πρότυπο φρονηματισμού.

ΤΟΝ «ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΗΣΑΝ». Από τις αρχές του 20ού αιώνα ο πρώτος μελετητής του βίου και των έργων του, ο Γιάννης Βλαχογιάννης, και στη συνέχεια οι αστοί διανοούμενοι της Γενιάς του ’30 –ιδίως ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιώργος Θεοτοκάς, θείος του ιστορικού –κι έπειτα οι εαμογενείς διανοούμενοι όπως ο Γιώργος Βαλέτας, ο Γιάννης Ζεύγος ή ο Τάσος Βουρνάς, θέλησαν να ταιριάξουν τον Μακρυγιάννη στο δικό τους ο καθένας πατριωτικό, εθνικιστικό ή λαϊκιστικό καλαπόδι. Και για να τον στρατολογήσουν απέκοψαν τις λέξεις του –όσα είπε και έγραψε για την περιπέτεια της ζωής του –από τα πράγματα στα οποία αναφέρονταν, δηλαδή από τα δεδομένα του καιρού του.

Ο Νίκος Θεοτοκάς, διαφοροποιείται από αυτή την παράδοση (και από τα πιστεύω του συγγραφέα θείου του) και καταρρίπτει ένα-ένα τα στερεότυπα για τον Μακρυγιάννη, επανεντάσσοντάς τον στα πλαίσια απ’ όπου ξεπήδησε αλλά και αναδεικνύοντας τις αδιόρατες όψεις της καθημερινότητάς του. Καθηγητής Ιστορικής και Θεωρητικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πνεύμα ανήσυχο με κριτική ματιά στα πράγματα, αφουγκράζεται το προεπαναστατικό και μετεπαναστατικό κλίμα από την αρχή, και δεν αναλώνεται στο να ξιφουλκεί με τις παλαιότερες απόψεις σχετικά με τον Στρατηγό. Αφηγείται την πορεία του Γιαννάκη του Λιδωρίκη ο οποίος το 1821 πήρε το παρατσούκλι «μακρυ-Γιάννης» επειδή ήταν ψηλός, πολέμησε δίπλα στον Ανδρούτσο, πέρασε στο στρατόπεδο των «δυτικοφρόνων» του Κωλέττη και του Μαυροκορδάτου, εκλέχτηκε το 1843 πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας, καταδικάστηκε το 1853 για εσχάτη προδοσία, αμνηστεύθηκε και κατέληξε να θεωρεί τον εαυτό του επίτροπο της βασιλείας του Θεού. Και μέσα από αυτή την πορεία φωτίζει εντέλει την ελληνική Ιστορία του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Φωτίζει την οικονομική διάσταση των προσδοκιών που επενδύθηκαν στον πόλεμο, φωτίζει το σύμπαν της Επανάστασης και τους εμφύλιους που σφράγισαν το πέρασμα από τα «καπετανλίκια» στα αξιώματα της πατρίδας, τη μοίρα των αδικημένων του Αγώνα, και τη δύσκολη μετάβαση προς την κατάργηση της απολυταρχίας του Οθωνα και προς το Σύνταγμα του 1844.

ΚΡΙΣΕΙΣ ΕΠΙΛΗΨΙΑΣ.Η εικόνα του Μακρυγιάννη προκύπτει σήμερα πλουσιότερη και «πραγματικότερη» από ποτέ, καθώς ο Θεοτοκάς δίνει βάρος όχι μονάχα στα «Απομνημονεύματά» του (που κυκλοφόρησαν το 1909) αλλά και στα παραγνωρισμένα «Οράματα και Θάματα» (που πρωτοκυκλοφόρησαν το 1983). Ο Μακρυγιάννης τα ολοκλήρωσε στα 54-57 του χρόνια. Τότε που οι κρίσεις επιληψίας από τα τραύματά του στη μάχη του 1827 στην Αθήνα ενάντια στον Κιουταχή τον ταλάνιζαν όλο και συχνότερα. Ο Νίκος Θεοτοκάς συνεκτιμά αυτά τα ιστορικά κείμενα μαζί με τις διοικητικές αναφορές του, τα υπηρεσιακά έγγραφα, τον Τύπο της εποχής κ.ο.κ. Ετσι συνθέτει μια εξαιρετικά γλαφυρή βιογραφία του