Στη διάρκεια του 20ού αιώνα είχε λεχθεί ότι η Γαλλία ήταν πάντα άριστα προετοιμασμένη για τον… προηγούμενο πόλεμο. Αποτέλεσμα αυτού του διανοητικού ετεροχρονισμού; Οι εκάστοτε εχθροί έκαναν κάθε φορά «περίπατο» στο έδαφός της και η χώρα «ξελάσπωνε» μόνο χάρη στην πιο εκσυγχρονισμένη μέθοδο πολεμικής σκέψης των συμμάχων της. Τι εναργέστερο παράδειγμα των συνεπειών ενός τρόπου σκέψης στερεοτυπικά παρελθοντοστραφούς, οικοδομούμενου σε δεδομένα του χθες.

Στη σημερινή Ελλάδα η συγκυβερνώσα «υπεύθυνη» ΔΗΜΑΡ θεώρησε την παρούσα συγκυρία πρόσφορη για να βάλει στην πολιτική ατζέντα ζήτημα θέσπισης νέου εκλογικού συστήματος, ολοσχερώς αναλογικού, με στόχο «να διασφαλιστεί και στο μέλλον η συγκρότηση συμμαχικών κυβερνήσεων». Είναι, βέβαια, προφανές πως η εισαγωγή απλής αναλογικής θα μπορούσε να επιβάλει πολυκομματικά κυβερνητικά σχήματα (αφαιρώντας την αυτοδυναμία από το μεγαλύτερο κόμμα), την εποχή που ψηφίζαμε «δικομματικά», δίνοντας αθροιστικά στα δύο μεγάλα κόμματα ποσοστό περί το 80% ή και υψηλότερο, οπωσδήποτε δε στο πρώτο κόμμα πάνω από 40%. Σήμερα όμως; Μια, στοιχειωδώς ρεαλιστική, «αναλογική» προβολή των καταγεγραμμένων εκλογικών τάσεων θα έδινε σύνθεση του Κοινοβουλίου τέτοιας πάνω-κάτω τάξεως: ΣΥΡΙΖΑ περί τους 90 βουλευτές, ΝΔ 85, Χρυσή Αυγή 35, ΚΚΕ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ και Ανεξάρτητοι Ελληνες από 15 συν – πλην έκαστος, ενώ οι υπολειπόμενες κοινοβουλευτικές έδρες, 30 περίπου, θα πήγαιναν στα άλλα κομματικά σχήματα (κάποιες εξ αυτών, ενδεχομένως, σε αυτό που καταβάλλεται προσπάθεια να συγκροτηθεί από τον Λοβέρδο και λοιπούς πασοκογενείς).

Βλέπει κανείς αριθμητικά εφικτό –με μια τέτοια, μελλοντικά πιθανότατη σε συνθήκες απλής αναλογικής, σύνθεση του Κοινοβουλίου –να μπορεί να συγκροτηθεί οποιοδήποτε κυβερνητικό σχήμα στο οποίο δεν θα συνυπήρχαν, τουλάχιστον, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ; Και μπορεί άνθρωπος χωρίς εξαιρετικά «υπερβατική» σκέψη να θεωρήσει ως πολιτικά δυνατή μια συγκυβέρνηση με Σαμαρά και Βορίδη από τη μια, Λαφαζάνη και Στρατούλη από την άλλη, με Κυρ. Μητσοτάκη και Τσακαλώτο στο ίδιο σχήμα; Επομένως –στην παρούσα συγκυρία, με την ύπαρξη τόσων και τόσο ισχυρών «αντισυστημικών» πολιτικών δυνάμεων, πολιτικών δυνάμεων δηλαδή που δεν θα δέχονταν οι ίδιες να λειτουργήσουν ως κυβερνητικοί εταίροι ή δεν θα γίνονταν δεκτές ως τέτοιοι από τα άλλα κόμματα –μήπως η υιοθέτηση ολοσχερώς αναλογικού συστήματος δεν θα ευνοούσε αλλά, αντίθετα, θα καθιστούσε απολύτως αδύνατη τη συγκρότηση κυβερνητικών συμμαχιών; Και να σκεφτεί κανείς ότι αυτή η πιθανότατη ακυβερνησία προκύπτει με την προβολή των σημερινών εκλογικών τάσεων, χωρίς συνυπολογισμό της επίδρασης που θα είχε στον περαιτέρω πολυκατακερματισμό, στην κονιορτοποίηση ίσως, του κομματικού μας τοπίου η θεσμοθέτηση ενός πλήρως αναλογικού συστήματος (που θα έδινε ώθηση για αυτόνομη εκλογική κάθοδο σε κάθε πολιτική φιλοδοξία και σε κάθε κοινωνική ιδιαιτερότητα). Με κάποιο σαρκασμό θα φανταζόταν κανείς κοινοβουλευτικά εκπροσωπούμενο «κόμμα παιδεραστών»! Ακόμη, όμως, και εάν κάποια εύλογη απόκλιση από την ολοσχερή αναλογικότητα –έστω η διατήρηση ενός ελάχιστου ορίου, π.χ. του 2% ή του 3%, ως όρου για κοινοβουλευτική εκπροσώπηση –απέτρεπε τέτοιες ακρότητες ή γραφικότητες, η αδυναμία κυβερνητικής προοπτικής («κυβερνησιμότητας») του τόπου προβάλλει εκτυφλωτική. Οπως, φοβάμαι, και η ανευθυνότητα όσων προωθούν τέτοια σενάρια, τη στιγμή που η ύπαρξη ενός πλειοψηφικού bonus –όχι αναγκαστικά ίδιου με το σημερινό, ούτε απαραίτητα μόνο προς το πρώτο κόμμα –προβάλλει απαραίτητη, όχι πλέον για τη διασφάλιση μονοκομματικών αλλά για τη διαμόρφωση συμμαχικών κυβερνήσεων!

Και ένα τελευταίο ερώτημα. Χώρες με ολοσχερώς αναλογικά συστήματα, όπως η Ολλανδία και το Βέλγιο πρόσφατα, η Ιταλία παλαιότερα, έζησαν επί μακρόν με κυβέρνηση οιονεί υπηρεσιακή, για διεκπεραίωση τρεχουσών μόνο υποθέσεων, ή με κυβέρνηση κοινοβουλευτικής μειοψηφίας. Πιστεύει κανείς ότι η σημερινή Ελλάδα –μια χώρα στην «εντατική», με την εντατική μονάδα μάλιστα επικαθήμενη επί «πυριτιδαποθήκης» –θα επιβίωνε μιας τέτοιας εμπειρίας; Ως χώρα δημοκρατική ή, έστω, ως χώρα –περίπου –ανεξάρτητη και ελεύθερη; Αν, δε, πράγματι κάποιος το πιστεύει, η πολιτική του ευθυκρισία είναι δεδομένη; (Δεν λέω η διανοητική του υγεία, γιατί η αντιμετώπιση των αλλόγνωμων με ψυχιατρικούς όρους υπερβαίνει τα θεμιτά όρια του δημοκρατικού διαλόγου). Μήπως, τελικά, θα φτάναμε να νοσταλγούμε, εξιδανικευμένο, το τραγικό μας σήμερα;

Ο Θανάσης Διαµαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσµών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήµιο