Τα μίντια παγκοσμίως βρίσκονται σε αναβρασμό. Η δημοσιογραφία αναζητεί τις ρίζες και τις αξίες που την ανέδειξαν σε μοχλό λειτουργίας των αστικών δημοκρατιών. Το λάιφσταϊλ ψυχορραγεί και οι σελέμπριτι αρχίζουν να έχουν σπασμούς από το σύνδρομο στέρησης του αλλοτινού παπαρατσικού κυνηγητού. Είναι το κλίμα μιας κρίσης η οποία μαίνεται σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες και σε ορισμένες με το πιο εξελιγμένο μιντιακό τοπίο έχει σπεύσει και η τηλεόραση, χωνευτήρι και επεξεργαστής των φαινομένων –να επισημάνουμε για μία ακόμη φορά ότι αυτό δεν αφορά την εγχώρια τηλεόραση που αποτελεί ξεχωριστό φαινόμενο -, να θέσει τον προβληματισμό.

Για τους Αμερικανούς είναι το «Newsroom» του Ααρον Σόρκιν (Nova)· για τους Δανούς το «Borgen» (ΝΕΤ), επικεντρωμένο μεν στην πολιτική, αλλά διαπραγματεύεται αριστοτεχνικά τις μιντιακές μεθόδους της διαπλοκής· και για τους Βρετανούς το «Hour» (προβλήθηκε από συνδρομητικό κανάλι ο πρώτος κύκλος των έξι επεισοδίων). Τα δύο πρώτα είναι σύγχρονα, το τρίτο, το βρετανικό «The Hour», αναφέρεται στη δεκαετία του ’50, τότε που ανέτειλε για τη χώρα αυτή ο σκληρός καπιταλισμός και γεννιόταν το σταρ σύστεμ με τις βαρβαρικές μεθόδους, το οποίο αργότερα θα καθιέρωνε ο κίτρινος Τύπος.

Και επειδή δεν ήταν αρκετά τα πρώτα έξι επεισόδια να αφηγηθούν εκείνες τις σκοτεινές, πλην ηρωικές, εποχές των τηλεοπτικών ενημερωτικών πλατό, προβάλλεται ήδη η συνέχεια ακόμη έξι επεισοδίων στη Βρετανία, ενώ την περασμένη Τετάρτη έκανε πρεμιέρα στις ΗΠΑ.

Η επιλογή της εποχής διόλου τυχαία. Στη δεκαετία του ’50 τοποθετούνται οι απαρχές του μοντερνισμού που έμελλε να φέρει την επανάσταση στην αισθητική, στη μόδα, στη μουσική των 60s. Επειδή τότε, το 1957 όπου τοποθετείται χρονικά ο δεύτερος κύκλος της σειράς, ο Γκίνσμπεργκ και ο Κέρουακ αναφέρονταν στις συζητήσεις κοινωνικών ομάδων από τις οποίες προέρχονταν ορισμένοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί που συγχρωτίζονταν στα αντεργκράουντ κλαμπ του Σόχο. Επειδή ακριβώς εκείνη την εποχή η αγορά πλημμύριζε από καταναλωτικά αγαθά, η οικονομία αναπτυσσόταν, οι γυναίκες διεκδικούσαν παντού τα πάντα, ενώ ο «πειρασμός» του ροκ εν ρολ καταλάμβανε όλη τη χώρα.

Για τον σεναριογράφο Αμπι Μόργκαν (μαζί με τον Στιβ ΜακΚουίν υπέγραψε το έξοχο, κινηματογραφικό ψυχογράφημα «Shame») η σειρά «The Hour» του δίνει την ευκαιρία, όπως λέει, να ασχοληθεί με την εποχή που ανέτειλε το πραγματικό γκλάμουρ της dolce vita, αλλά την ίδια στιγμή νέες τάσεις και ιδέες συγκλόνιζαν την κοινωνία.

Ωστόσο κάθε άλλο παρά στο στυλ αναλώνεται η σειρά, αν και η πιστή αναπαράσταση κοστουμιών και ντεκόρ την κάνει ένα βρετανικό «Mad Men». Αναφέρεται στα πρώτα χρόνια της εμπορικής τηλεόρασης, της ITV, που δημιουργήθηκε το 1955 απέναντι από το συντηρητικό BBC. Βασικοί πρωταγωνιστές της ένα μαχητικό τρίο αποτελούμενο από την παραγωγό ενημερωτικών εκπομπών Μπελ Ρόουλι (Ρομόλα Γκαράι), τον ασυμβίβαστο νεαρό ρεπόρτερ Φρέντι Λάιον (Μπεν Γουίσαου, ο «εγκέφαλος» του hi tech τζεϊμσμποντικού εξοπλισμού στο «Skyfall») και τον ευγενή άνκορμαν Εκτορ Μάντεν (ο Ντομινίκ Γουέστ του «Wire»).

Οι τρεις τους υπερασπίζονται μια δημοσιογραφία προτού εκφυλιστεί από μεθόδους οι οποίες την έπνιξαν στα σκάνδαλα. Νωπές οι πληγές της από τις αποκαλύψεις για τις μεθόδους των εφημερίδων του Μέρντοκ που παρακολουθούσαν τηλέφωνα πολιτικών και διασημοτήτων ή του BBC που συγκάλυψε τις σεξουαλικές επιθέσεις σε νεαρά κορίτσια του σταρ του Σέβιλ.

Το ενδιαφέρον στη σειρά «The Hour», όπως και στο «Borgen» και με έναν τρόπο και στο «Newsroom», είναι ότι ο ρόλος των μαχητικών υπερασπιστών ενός ξεχασμένου ήθους στη δημοσιογραφία, όπως και στην πολιτική, ανατίθεται από τους σεναριογράφους σε γυναικείους χαρακτήρες.