Οταν πριν από δύο χρόνια ο Lolek (Γιάννης Αναγνωστάτος) στεκόταν στη σκηνή του Six D.Ο.G.S. και ερμήνευε τα «Κεριά» του Καβάφη στη γεμάτη αίθουσα, δεν γινόταν να μην αναρωτηθεί κανείς πώς ένας τόσο νέος άνθρωπος κατάφερε να εισχωρήσει στον στίχο του αλεξανδρινού ποιητή και να αποδώσει το βάρος και το βάθος του. Και μόνο αυτό το κομμάτι να άκουγε κάποιος από τον νεαρό τραγουδοποιό –στα αγγλικά υπάρχει στον δίσκο που συνόδεψε το τεύχος του περιοδικού «Οδός Πανός No147» και στα ελληνικά στο δεύτερο προσωπικό του άλμπουμ «Αχινός» –θα καταλάβαινε ότι τα απόψεις του τύπου «δεν συμβαίνει τίποτα σήμερα στο τραγούδι» απέχουν μίλια από τις εξελίξεις που διαρκώς τρέχουν…

Αρκεί να έχει κανείς διάθεση να ψάξει. Γιατί μελοποιημένο Καβάφη, Καρυωτάκη, Μπουκόφσκι ή Πολυδούρη δεν θα ακούσει εύκολα στα ραδιόφωνα, ούτε στα τοπ τεν των επιτυχιών. Αυτή άλλωστε είναι και η μισή χαρά στη μουσική, τουλάχιστον στις ημέρες μας. Διαισθάνεσαι τις τάσεις που καταφέρνουν να αποκλίνουν από μόδες αλλά και τις μοναχικές φωνές που έχουν την αγωνία της δημιουργίας και ψάχνουν διαρκώς, ρισκάροντας πολλές φορές (ο Lolek υπονόμευσε την εικόνα του ξενόγλωσσου τραγουδοποιού, κάνοντας στα ελληνικά τον δεύτερο δίσκο του) όταν προσπαθούν να αφουγκραστούν τη διάθεση μιας γενιάς να βρει το «κέντρο» της, μια που τα πάντα γύρω της είναι κινούμενη άμμος. Η ποίηση σε αυτές τις περιπτώσεις –και ειδικότερα η ποίηση των «καταραμένων» ή ρομαντικών ποιητών –μπαίνει και πάλι στο κάδρο, αν και ουδέποτε είχε φύγει εντελώς από κει.

Μια ματιά μόνο να ρίξουμε στην ιστορία της ροκ θα δούμε ότι το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο: ο Ντίλαν διάβαζε Ρεμπό όταν δημιουργούσε τον ήρωα του Τζον Ουέσλι Χάρντιν –o Ρεμπό άλλωστε έχει επηρεάσει όλη τη ροκ κουλτούρα -, ο ρομαντισμός του Μπλέικ είναι παρών στα τραγούδια των Τ-Rex και Μαρκ Μπόλαν, ο Σέλεϊ ήταν από τους αγαπημένους του Μικ Τζάγκερ.

Στην αναδρομή της δικής μας σύγχρονης μουσικής ιστορίας βλέπουμε ότι ειδικά ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης έχουν αφήσει βαθιά τα χνάρια τους στην ελληνική τραγουδοποιία.

Καβάφη (αλλά και Καρυωτάκη, Δημουλά, Σαχτούρη, Πολυδούρη κ.ά.) θα βρούμε στο εξαιρετικό «Το τερραίν του Παραδείσου» της Μαρίας Βουμβάκη (2006) αλλά και στην τελευταία δισκογραφική δουλειά της Λένας Πλάτωνος που συζητήθηκε αρκετά, κυρίως λόγω των ενστάσεων που εκφράστηκαν ανοικτά και σε μπλογκ και στον Τύπο. Λειτουργώντας όμως σταθερά, σαν ιέρεια για τις νέες γενιές της ηλεκτρονικής μουσικής και σαν εικόνα «καταραμένης καλλιτέχνιδος» που έμεινε άφθαρτη από τα κυκλώματα και αμόλυντη από τη σκουριά της εποχής, η Πλάτωνος σίγουρα έκανε πολλά νεαρά βλέμματα να δουν τον ποιητή για πρώτη φορά ή ακόμα και να επιστρέψουν στον Καρυωτάκη της, που είχε μελοποιήσει πριν από τριάντα χρόνια με τη φωνή της Σαβίνας Γιαννάτου. Καβάφη όμως συναντάμε την τελευταία δεκαετία και σε δουλειές όπως εκείνη που ονόμασε «έργο ζωής» ο Δημήτρης Παπαδημητρίου («… που Αλεξανδρινός συναντά Αλεξανδρινό»), σε παραστάσεις και δίσκους όπως του Νίκου Ξυδάκη που όμως προτίμησε να αναβιώσει το κλίμα της ζωής του ποιητή και έγραψε μουσική πάνω στους στίχους του Διονύση Καψάλη ή στις μουσικές που έγραψε ο Νίκος Μαμαγκάκης («24 τραγούδια σε ποίηση Κ.Π. Καβάφη – Αόρατος Θίασος», 2008).

Ο λόγος για τον οποίο η ποίηση ξεκλειδώνει τις πιο βαθιές αποχρώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, που φέρνει στο φως τις πιο κλειστές και ίσως πιο σκοτεινές πλευρές της φαίνεται να ασκεί ιδιαίτερη γοητεία σε εποχές κρίσεων, και αυτό βέβαια δεν αφήνει αδιάφορους τους καλλιτέχνες. «Λατρεύω την ποίηση των «καταραμένων ποιητών»» έλεγε σε συνέντευξη του ο Θάνος Ανεστόπουλος (τέως Διάφανα Κρίνα), ο οποίος εντός του Gagarin έπαιξε πέρυσι Καρυωτάκη, Πολυδούρη, Πόε και Πλαθ. «Πάντα όταν έμενα μόνος μου, διάβαζα τα ποιήματά τους και με μια κιθάρα προσπαθούσα να σκαρώσω κάποια μελωδία νιώθοντας με τον δικό μου τρόπο το πνεύμα που απελευθερωνόταν από την ποίησή τους». Αξίζει επίσης να αναφερθεί και το περσινό άλμπουμ «Beat Poetry» των Πάνου και Χάρη Κατσιμίχα βασισμένο σε στίχους «καταραμένων» της αμερικανικής ποίησης, όπως ο Αλεν Γκίνσμπεργκ, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι και άλλοι «που ζήσανε σαν κοσμοκαλόγεροι, κήρυκες του πεζοδρομίου μέσα στην σκοτεινή εποχή του Χούβερ και του Μακάρθι». Πρόσφατο επίσης είναι και το έργο του νεαρού συνθέτη Δημήτρη Μαραμή, ο οποίος μελοποίησε Καρυωτάκη και Πολυδούρη στο βιβλίο/CD «Τάνγκο για τρεις» (εκδ. Μελάνι). Τον γκρίζο ρομαντισμό της ποίησης του Καρυωτάκη επέλεξαν να μελοποιήσουν μέσα από τα ηλεκτρονικά τους τοπία και οι πολύ νεότεροι «ΝΕΟΝ» (Byron, Νίκος Γιούσεφ, Κρις Σετέλ) κάνοντας casting στις πιο ενδιαφέρουσες νέες «φωνές» του χώρου (Lolek, Etten, The Boy, Βαγγέλης Στρατηγάκος και Byron) σε έναν δίσκο που έχει τον εύγλωττο τίτλο «Κάθε πραγματικότης αποκρουστική».

Ρωτήσαμε τον Βύρωνα γιατί επέλεξε Καρυωτάκη μια παρέα μουσικών που δεν είναι πάνω από 30 ετών ο μέσος όρος ηλικίας τους;

«Υπάρχει κάτι με τον ποιητή αυτό. Ενα κλικ να το πω; Σαν να αποδίδει με τους στίχους του την ψυχή του ήχου μας».

Η ψυχή του Καρυωτάκη στην «Πρέβεζα» της δικής μας εποχής. Ισως γιατί Πρέβεζα έχει γίνει σήμερα η ζωή μας;

«Δεν ξέρω» λέει ο Βύρωνας. «Ο καθένας μας έχει τα δικά του. Προσωπικά, οικονομικά, κοινωνικά. Ο δίσκος άρχισε πριν από αρκετό καιρό, απλά έτυχε να βγει σήμερα που όλα είναι γκρίζα».