Αλήθεια πόση ανάγκη έχουμε να εγκαταλειφθούμε στην ανοησία! Οχι απλώς να πέσουμε σε κενό σκέψης αλλά να επιστρέψουμε στην προσχολική ηλικία, τότε που κάθε παλαβομάρα έμοιαζε διασκεδαστική στον κόσμο των ενηλίκων, ο οποίος χάσκει εκστασιασμένος και βέβαιος ότι ανακαλύπτει σε αυτήν τα πρώτα δείγματα μιας ιδιοφυΐας που «θα εξελιχθεί σε σπουδαίο επιστήμονα κ.λπ.». Κολοκύθια.

Αλλά, όπως και να το κάνουμε, οι μπόμπιρες έχουν τη χάρη τους. Τη χάνουν όμως μεγαλώνοντας. Κατόπιν έχουν δύο επιλογές. Θέμα αγωγής βέβαια και ποιότητας πολιτισμού. Ή να προχωρήσουν στην απόλαυση της ωριμότητας ή να ζήσουν εσαεί με το αίσθημα της διαρκούς στέρησης εκείνης της απολαυστικής αποδοχής κάθε τρέλας.

Στο δεύτερο επένδυσε ο κόσμος της καταναλωτικής υστερίας και της αενάου αφασίας, προσκαλώντας μας να μείνουμε για πάντα γλεντζέδικα παιδιά με καπρίτσια. Υμνος σε αυτό αποτελεί το περιβόητο βιντεάκι που κάνει θραύση στο Διαδίκτυο με το πουλάκι τσίου. Μια καρτουνίστικη αναπαράσταση παιδικού τραγουδιού που θυμίζει στην εξέλιξή του το εγχώριο άσμα «όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι» και ξεκινάει από το πουλάκι τσίου, προχωράει στην κοτούλα (κο κο κο), τη γαλοπούλα (γλου γλου γλου), το σκυλάκι κ.λπ., ώσπου έρχεται ένα τρακτέρ και βρουμμμ! ισοπεδώνει το ανέμελο πουλάκι τσίου. Τέλος.

Θα μπορούσε κανείς –ορισμένοι έχουν μπει στον κόπο –να ανακαλύψει διάφορα μηνύματα, οικολογικά ή ευρύτερα πολιτικά, ότι είναι μια αναπαράσταση του χαρούμενου κόσμου πριν έρθει η κρίση και το τρακτέρ είναι η ισοπέδωση της ευμάρειας που επέβαλαν οι ισχυροί και άλλα παρόμοια. Χρόνο και όρεξη να έχεις. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Χάζι.

Οσο για το άσμα, έχει ακριβώς τα χαρακτηριστικά των παιδικών παρόμοιων –καρτουνίστικη φωνή και απλοϊκό ήχο που επαναλαμβάνεται πανομοιότυπος από την αρχή ώς το τέλος, ώστε να καρφώνεται κυριολεκτικά στη σκέψη. Σαν να την ξεπλένει, να την αποστειρώνει από οτιδήποτε άλλο και κατόπιν μένει να κυριαρχεί, να γίνεται ένα είδος υπόγειου, εσωτερικού ρυθμού της σάχλας.

Κοινώς ένα είδος πλύσης εγκεφάλου. Παρόμοιο με μουσικά θέματα σε σποτ, τα οποία έγιναν μόδα ανά εποχές. Απλώς δεν διαφημίζει προϊόν. Τουλάχιστον όχι εμφανώς. Διαφημίζει ωστόσο τη σατανική γλύκα του κόσμου της αφασίας, εκείνου που κελαηδούσε ανέμελος σαν το πουλάκι τσίου τον ρυθμό του κενού, εγκαταλειμμένος στη βολική αποβλάκωση της ψυχαγωγίας. Προφανώς ο λόγος για τον οποίο το συγκεκριμένο βιντεάκι αποθεώθηκε οφείλεται στο γεγονός ότι καθρεφτίζονται σε αυτό τα πλήθη των αλλοτινών ευδαίμονων οπαδών της αφασίας.

Οπως και να το δούμε, η επίθεση του βλακώδους ρυθμού στη λογική είναι ένα από τα μυστικά των εφήμερων σουξέ. Οσο πιο σαχλό τόσο πιο αποτελεσματικό.

«Αχ, κοιτάτε καλέ, μας έστειλαν δείγμα μανικιούρ με το πουλάκι τσίουουου. Τέλειαααα! Δεν είναι υπέροχοοοοο!» κραύγαζε με ενθουσιασμό η ομήγυρη του πάνελ στην εκπομπή της Μελέτη, η οποία συνεχίζει σαν δοκιμαστικός σωλήνας σε κενό αέρος να συντηρεί με παθιασμένο πείσμα αναιμικά υπολείμματα του συρρικνωμένου λάιφ στάιλ.

Αν κάθε πολιτισμός έχει τα μνημεία του, δεν είναι τυχαίο πως το πουλάκι τσίου έγινε σήμα κατατεθέν της κουλτούρας της διασκέδασης. Ενα είδος ιζήματος κολλώδους πολτού που έχει εισχωρήσει παντού, από την εκπαίδευση έως τη Βουλή, αντικαθιστώντας τη λογική με το επιθεωρησιακό παράλογο. Σε αυτό ακριβώς που επέμενε και ο κ. Χαϊκάλης στο σαλονάκι της εκπομπής «Μες στην καλή χαρά» (Alpha), όπου βρήκε ευκαιρία φυσικά να υποστηρίξει το σόου του με το κασετοφωνάκι στη Βουλή: «Το επέκριναν οι εφημερίδες αλλά στον κόσμο» τόνισε «άρεσε πολύ». Και το πουλάκι τσίου επίσης.