Στην Αθήνα στις 28 Οκτωβρίου 1941 ομάδες φοιτητών πορεύτηκαν στους δρόμους της κατεχόμενης πρωτεύουσας και κατέθεσαν στεφάνι στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. Την επόμενη χρονιά τα στρατεύματα κατοχής ήταν προετοιμασμένα και είχαν αποκλείσει το ίδιο Μνημείο. Αλλά αυτή τη φορά το πλήθος των διαδηλωτών ήταν πολύ μεγαλύτερο και, όταν προσπάθησαν να σπάσουν τον κλοιό για να καταθέσουν στεφάνι, δεν δίστασαν να πυροβολήσουν, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να διαλύσουν το πλήθος. Η 28η Οκτωβρίου στη συνείδηση του ελληνικού λαού είχε ήδη κατοχυρωθεί ως ημέρα που συμβόλιζε τον αγώνα κατά των κατακτητών, προτού η χώρα απελευθερωθεί και καθιερωθεί επίσημα ως εθνική επέτειος. Μπορεί στις δεκαετίες που ακολούθησαν η 28η Οκτωβρίου να μετατράπηκε σε πεδίο αντιπαράθεσης αναφορικά με το νόημα της επετείου (εορτάζουμε το «Οχι» του Μεταξά ή τον αγώνα του ελληνικού λαού κατά της ιταλικής εισβολής;), αλλά ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η σημασία της ως επετείου.

Ωστόσο, γιατί εορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου και όχι τη 12η Οκτωβρίου, την ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας, δηλαδή, και, συμβολικά, της χώρας; Οσον αφορά τον ίδιο τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, μπορεί μεν να κατέδειξε την αυτοθυσία και τον ηρωισμό των Ελλήνων απέναντι στην επίθεση της φασιστικής Ιταλίας και να συνδέθηκε με σημαντικές νίκες του ελληνικού στρατού, αλλά τελικά δεν απέτρεψε την κατάκτηση της χώρας από τις δυνάμεις του Αξονα τον Απρίλιο του 1941. Γιατί, λοιπόν, δεν εορτάζουμε το τέλος της Κατοχής, των τριάμισι χρόνων δηλαδή που σημαδεύτηκαν από την πείνα, τη βαρβαρότητα των ναζιστικών στρατευμάτων αλλά και την ανάπτυξη ενός από τα μαζικότερα και μαχητικότερα κινήματα αντίστασης στην κατεχόμενη Ευρώπη;

Ο λόγος είναι ότι μόλις σχεδόν δύο μήνες μετά την απελευθέρωση η Αθήνα μετατράπηκε σε πεδίο μιας βίαιης εμφύλιας σύγκρουσης. Τα Δεκεμβριανά επισκίασαν την ευφορία της απελευθέρωσης και στην ουσία έκλεισαν έναν κύκλο εμφύλιων συγκρούσεων που είχαν ξεκινήσει στην κατεχόμενη Ελλάδα το 1943. Εάν θεωρήσουμε ότι στόχος των εθνικών επετείων είναι να διαμορφώνουν και να ενισχύουν την εθνική ταυτότητα, τότε αντιλαμβανόμαστε γιατί επιλέχθηκε να εορτάζεται ένα γεγονός που συνδέεται με ηρωικές στιγμές παρά ένα άλλο που συνδέεται με εξελίξεις που διαίρεσαν την ελληνική κοινωνία.

Το ίδιο, εν μέρει, ισχύει και για μια άλλη επέτειο. Η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες χώρες στην Ευρώπη που δεν εορτάζει την 8η Μαΐου, την ημερομηνία λήξης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ενώ σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες γίνονται επίσημες εκδηλώσεις και τελετές για τον εορτασμό της λήξης του πιο αιματηρού και καταστροφικού πολέμου στην ανθρώπινη ιστορία, στην Ελλάδα η ημέρα εκείνη περνά μάλλον απαρατήρητη. Εάν επιστρέψουμε σε εκείνη την εποχή, δηλαδή τον Μάιο του 1945, τότε θα διαπιστώσουμε ότι όταν η υπόλοιπη Ευρώπη πανηγύριζε, στην Ελλάδα επικρατούσε μια πολύ διαφορετική ατμόσφαιρα. Στην ύπαιθρο παραστρατιωτικές ομάδες είχαν ήδη εξαπολύσει ένα κύμα βίας και τρομοκρατίας κατά των μελών της εαμικής Αντίστασης, ενώ στην Αθήνα η κοινή γνώμη έμενε εμβρόντητη από τη σκανδαλώδη ευμένεια που επεδείκνυε η Δικαιοσύνη και ο αστικός πολιτικός κόσμος απέναντι στους «μεγάλους» δωσίλογους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο, Ράλλη κ.ά. Εκείνη την εποχή η Ελλάδα σταδιακά διολίσθαινε σε έναν νέο κύκλο πόλωσης, που οδήγησε τελικά στον εμφύλιο πόλεμο. Ετσι, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη η επέτειος της λήξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδοτούσε την αρχή μιας νέας εποχής ειρήνης και ανοικοδόμησης, δεν ίσχυε το ίδιο και για την Ελλάδα. Εάν στην υπόλοιπη Ευρώπη ο πόλεμος είχε τελειώσει, στην Ελλάδα ένας νέος πόλεμος επρόκειτο σύντομα να ξεκινήσει.

Υπάρχει και ένας άλλος λόγος που δεν εορτάζεται στην Ελλάδα η 8η Μαΐου. Γενικά, οι εθνικές επέτειοι συνδέονται με γεγονότα της εθνικής Ιστορίας. Συμβαίνει, όμως, συχνά η εθνική Ιστορία να διαπλέκεται με την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια, όπως στην περίπτωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Κατοχή και η Αντίσταση, η «μαύρη αγορά» και οι στερήσεις, τα ναζιστικά αντίποινα και η εξόντωση των Εβραίων αποτελούν κοινή εμπειρία και κοινή συλλογική μνήμη των περισσότερων χωρών της Ευρώπης. Στην Ελλάδα, όμως, δεν υπάρχουν επέτειοι που να αναδεικνύουν το κοινό παρελθόν που συνδέει τους Ελληνες με άλλους λαούς της Ευρώπης, που να υπενθυμίζουν ότι εκτός από τους Ελληνες και άλλοι λαοί αγωνίστηκαν, δοκιμάστηκαν, υπέφεραν την ίδια εποχή και για τους ίδιους λόγους. Ακόμη κι όταν καθιερώθηκαν τέτοιες επέτειοι, ποτέ δεν απέκτησαν τη βαρύτητα των «εθνικών επετείων». Αραγε πόσοι Ελληνες γνωρίζουν ότι η 27η Ιανουαρίου είναι ημέρα μνήμης για τη γενοκτονία των Εβραίων από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ανάμεσά τους και δεκάδων χιλιάδων ελλήνων Εβραίων;

Οι επέτειοι στην Ελλάδα απηχούν και συνεχίζουν να καλλιεργούν την αντίληψη της «εθνικής ιδιαιτερότητας», ακόμη και όταν πρόκειται για γεγονότα που αφορούν την Ιστορία που μοιραζόμαστε με άλλους λαούς της Ευρώπης. Η 28η Οκτωβρίου 1940 αφορά αυτή την κοινή Ιστορία. Εντάσσεται σε μια ευρύτερη ιστορική περίοδο που ξεκίνησε το 1939 και τελείωσε το 1945 και αποτελεί την κοινή κληρονομιά όλων εκείνων που αγωνίστηκαν κατά του φασισμού και του ναζισμού. Είναι καιρός να δούμε το παρελθόν μας ως κομμάτι της ευρύτερης ευρωπαϊκής Ιστορίας πέρα από τα διχοτομικά σχήματα «εμείς» και οι «άλλοι», και είναι αναγκαίο πλέον να δούμε την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου όχι ως ευκαιρία εθνικής αυτοεπιβεβαίωσης αλλά ως αφορμή για να ξανασκεφτούμε τι προκάλεσαν ο φασισμός και ο ναζισμός στη χώρα μας αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Ο Πολυμέρης Βόγλης είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας