Τι ωφελεί ο έρωτας στην Ελλάδα της κρίσης; Οπως ο Χέλντερλιν φιλοσοφούσε μετά τη Γαλλική Επανάσταση πάνω στο ερώτημα «τι ωφελεί η ποίηση σε χαλεπούς καιρούς;», έτσι και το καινούργιο μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, το «Μυστικό της Ελλης» (Πατάκης), θα έλεγε κανείς πως μεταφέρει έναν ανάλογο προβληματισμό από το πεδίο της τέχνης και της δημιουργίας στο πεδίο της καρδιάς και του χαρακτήρα που δοκιμάζονται και αλέθονται σήμερα ενώ η κοινωνία αποσυντίθεται. Το υλικό του είναι ένα κοινότοπο ερωτικό τρίγωνο που όμως εξελίσσεται με αναπάντεχο τρόπο και παίρνει ιδιαίτερες προεκτάσεις, εξαιτίας της βαθιάς επίδρασης που έχει στον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων η ελληνική εκδοχή της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Από αυτήν την άποψη, το «Μυστικό της Ελλης» (θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη εβδομάδα) συνομιλεί μέσα από την πραγματικότητα του 21ου αιώνα με τον «Ερωτα στα χρόνια της χολέρας» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και μέσα από ένα στενότερο πλαίσιο με τα «μυθιστορήματα του Ζούκερμαν» του Φίλιπ Ροθ. Ο 55χρονος Γρηγοριάδης παίρνει τη σκυτάλη από τη συλλογή διηγημάτων «Κάτι θα γίνει θα δεις» του Χρήστου Οικονόμου που πρώτος εμβάθυνε το 2010 στις παράπλευρες απώλειες της κρίσης, και εστιάζει το μυθιστόρημά του στη ζούγκλα των προσωπικών σχέσεων όπως αυτή διαμορφώνεται από τα «νέα μέτρα» στη ζούγκλα της Αθήνας.

Η πρωταγωνίστρια του Γρηγοριάδη είναι μια πενηντάρα που μικροδείχνει. Δασκάλα γαλλικών στο πολυπολιτισμικό δημόσιο της γειτονιάς της, κουλτουριάρα με πλούσια ενδιαφέροντα και εμπειρίες που την ταξίδεψαν μέχρι το Παρίσι και το Ζαΐρ, έχει χορτάσει τους άνδρες και έχει αποφασίσει να ζήσει χωρίς αυτούς. Κι όμως ξεκινά μια παράξενη σχέση με έναν ωραίο άγνωστο, νεότερό της κατά είκοσι χρόνια, παντρεμένο και πατέρα ενός μικρού κοριτσιού στο οποίο θα καταλήξει να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα. Ο Αντώνης, άνεργος εργοδηγός, μένει στον Βοτανικό, η Ελλη στο Ρουφ, συναντιούνται στη λαϊκή αγορά και δένονται μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης ανασφάλειας, με την ανοχή της όμορφης αλλά νευρωτικής γυναίκας του. Εκεί στο κέντρο του Λεκανοπεδίου, ανάμεσα στις δυτικές συνοικίες και τις γραμμές του τρένου, σε μια περιοχή που κυλάει προς τη μιζέρια όπως και όλη η Ελλάδα, εκείνοι βρίσκουν έναν νέο ερωτικό κώδικα που παρακάμπτει τα κοινωνικά αδιέξοδα. Εκείνος δεν έρχεται να την αρπάξει ως άλλος Ιάσονας αλλά ζητάει την κατανόησή της ως ικέτης. Εκείνη, πάλι, ξεπερνά τα φεμινιστικά αντανακλαστικά και τις μονομανίες της και χαίρεται που την αναστατώνει και που τον βοηθά. Δεν την απασχολεί αν όσα κάνει για εκείνον δεν είναι προς το συμφέρον της. Τι σημαίνουν όμως αυτά όταν μια τεράστια φέτα της ελληνικής κοινωνίας – η μεσαία τάξη στην οποία και ανήκουν – κινδυνεύει να αφανιστεί; Οταν γύρω τους τόσοι άνθρωποι που ζούσαν από τον μισθό τους και δεν «έφαγαν» τίποτα μαζί με κανέναν, βρίσκονται ξεκρέμαστοι; Οταν η παραδοσιακή οικογένεια της Ελλης κλυδωνίζεται καθώς η αδελφή της ξεπουλά το σπίτι στο χωριό και μαζί τη διέξοδο του πατέρα τους; Οταν η νεαρή οικογένεια του Αντώνη δεν καταφέρνει να σταθεί στα πόδια της και αποτολμά τη μετανάστευση; Οταν οι ερωτευμένοι αντιμετωπίζουν καθημερινά τον νεοδαρβινισμό του καιρού μας;

«Εξω από το πλαίσιο της κρίσης αυτή η σχέση θα ήταν μια συναισθηματική ιστοριούλα πολυτελείας και δεν θα με ενδιέφερε» μου έλεγε ο Θόδωρος Γρηγοριάδης. «Η κρίση δεν είναι απλώς ένα επίκαιρο ντεκόρ. Η κρίση ανατρέπει οικογενειακές και συναισθηματικές δομές, η οικονομική ανασφάλεια διαλύει κοινωνικούς ιστούς. Η Ελλη κοντράρεται με τη βάρβαρη πραγματικότητα, και αποδέχεται το τίμημα. Από εκεί που ζούσε χωρίς συναισθηματικές δεσμεύσεις, βρίσκεται να υιοθετεί μια οικογένεια μαζί με έναν εραστή. Σχεδόν προκαλεί το τέλος της σχέσης της αλλά απ’ την άλλη δένεται με τους γείτονές της. Περνά σε μια πιο ώριμη αυτάρκεια και διαλέγει μια γενναιόψυχη στάση αλληλεγγύης».