Σε υψόμετρο 800 στην οροσειρά της Ροδόπης, ελάχιστα χιλιόμετρα από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, βρίσκεται ο οικισμός της Οργάνης των 600 κατοίκων. Είναι οι πιο φτωχοί έλληνες φορολογούμενοι, αφού το μέσο οικογενειακό εισόδημα στο πομακοχώρι της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου είναι μόλις 8.621 ευρώ.

Η Οργάνη απέχει μία ώρα δρόμο από την Κομοτηνή, είναι διοικητικό και ιστορικό κέντρο του ορεινού όγκου της Ροδόπης κι εκεί καλλιεργούνται εδώ και αιώνες τα περίφημα καπνά ανατολικού τύπου, οι «μπασμάδες», όπως είναι η ονομασία της ποικιλίας τους, μοναδικά στον κόσμο για το άρωμά τους.

Για αυτούς τους έλληνες πολίτες, τους «φρουρούς των συνόρων», όπως αποκαλούν οι ίδιοι τους εαυτούς τους, η ελληνική Πολιτεία επιφύλαξε για χρόνια ολόκληρα αδιαφορία και εγκατάλειψη. Ηλεκτρικό ρεύμα είδαν στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ενώ πιο πρόσφατα ακόμη έγιναν δρόμοι ασφαλτοστρωμένοι που μίκρυναν την απόσταση από τα αστικά κέντρα, γιατί κάποτε η κάθοδος στην Κομοτηνή με τα μουλάρια για προμήθειες και έπειτα η επιστροφή ήταν ταξίδι που κρατούσε μέρες. Γρήγορα οι νεότεροι ακολούθησαν τον δρόμο της ξενιτιάς, φεύγοντας για τα καράβια, τη Γερμανία και την Ολλανδία, στον δρόμο για μια καλύτερη ζωή, για να μη ζήσουν τη δύσκολη ζωή των γονιών τους.

Ομως η τωρινή οικονομική κρίση τούς αγγίζει έντονα, παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν αποζήτησαν περιττά καταναλωτικά αγαθά, ποτέ δεν έζησαν ως κοινωνία της αφθονίας και της αλόγιστης σπατάλης αναμεταξύ τους.

«Πριν από δέκα χρόνια αγοράζαμε με ένα κιλό καπνό ένα τσουβάλι λίπασμα. Τώρα, δέκα κιλά καπνός, και πάλι δεν φτάνει για ένα τσουβάλι λίπασμα», λέει ο 60χρονος καπνοπαραγωγός Χασάν Τασκίν, μιλώντας για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στις τάξεις των καπνοπαραγωγών.

«Τι εισόδημα να έχουμε όταν καλλιεργούμε όλο κι όλο από 15 στρέμματα καπνά ο καθένας μας και η τιμή φτάνει με το ζόρι τα 4 ευρώ το κιλό;», σημειώνει ο ίδιος, εξηγώντας τα χαμηλά εισοδήματα που έχουν οι κάτοικοι της περιοχής.

Εναλλακτικές δυνατότητες καλλιέργειας εκτός από τον καπνό δεν υπάρχουν. «Δοκίμασα για ροδακινιές και άλλα οπωροφόρα δέντρα και δεν κατάφερα να τα κρατήσω», λέει ο ίδιος. «Τι να καλλιεργήσεις άλλωστε εδώ πάνω, όταν για πέντε μήνες τον χειμώνα το θερμόμετρο φτάνει στους -10 βαθμούς;».

«Και τα χωράφια αρρωσταίνουν από τη συνεχή μονοκαλλιέργεια του καπνού και νερό δεν υπάρχει αρκετό για να τα αρδεύουμε ώστε να αυξάνουμε την παραγωγή και αλίμονό μας αν τολμήσουμε να εκφέρουμε αντιρρήσεις στους εμπόρους-εκτιμητές για την ποιότητα των καπνών μας. Αν κάνουμε ένσταση, το πολύ πολύ να μας δώσουν ακόμα χαμηλότερη τιμή», καταλήγει ο Χασάν Τασκίν.

«Το όνειρό μου είναι να ταξιδέψω μία φορά στη ζωή μου στη Μύκονο», λέει ο 24χρονος Τζαφέρ Μπασχασάν, ο οποίος αναφέρει με παράπονο ότι δεν έχει κάνει ποτέ διακοπές, ούτε για ένα Σαββατοκύριακο!

«Το καλοκαίρι εμείς δουλεύουμε τα καπνά και αν σκεφτούμε διακοπές, τότε δεν θα έχουμε να ζήσουμε τον χειμώνα», τονίζει και εκφράζει το παράπονό του για την ανυπαρξία εναλλακτικών επιλογών – «πέρα από το καφενείο, και εκείνο χωρίς κορίτσια», όπως λέει. Στις κλειστές μουσουλμανικές κοινωνίες των ορεινών χωριών, οι γυναίκες δεν πηγαίνουν στα καφενεία και η επικοινωνία γίνεται στα νυφοπάζαρα, στους δρόμους των χωριών, πάντα «συνωμοτικά», με τις κλεφτές ματιές, μακριά από τα αδιάκριτα και επικριτικά βλέμματα των μεγαλυτέρων, είτε στα πανηγύρια που αποτελούν την παράδοση και το φολκλόρ των κατοίκων της περιοχής.

«Εφυγα στα 18 μου για να σπουδάσω Πληροφορική στην Αδριανούπολη και γύρισα πίσω όταν τελείωσαν τα χρήματα. Το πήρα απόφαση ότι δύσκολα θα ξεκολλούσα από την Οργάνη. Τώρα πια δεν έχει δουλειές ούτε στα καράβια. Υπάρχουν νέοι από το χωριό που πληρώνουν περιμένοντας στην Αθήνα με τους μήνες για μια θέση στα καράβια, και πάλι δεν τους παίρνουν», υποστηρίζει ο 24χρονος Τζαφέρ.