«Βλέπω πως έχει πολυτελή σπίτια στην οδό Αρεοπαγίτου. Κι ανάμεσα στους εκλεκτούς υπάρχουν κλέφτες περιωπής». Οχι, δεν είναι (αιχμηρή) φράση από άρθρο στον Τύπο σήμερα για την υπόθεση Τσοχατζόπουλου. Είναι μια από τις εικόνες του μέλλοντος που βλέπει η Πραξαγόρα, αφού η ηρωίδα από τις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη είχε για την Παρασκευή και το Σάββατο στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου μαντικές ικανότητες ως άλλη Πυθία ή Κασσάνδρα και άρα μπορούσε κατόπιν παραίνεσης του Χορού να δει την έκβαση των πραγμάτων ύστερα από χιλιάδες χρόνια.

Με αυτή τη συνθήκη, αλλά και χωρίς καθόλου σκηνικά, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος που σκηνοθέτησε την κωμωδία του Αριστοφάνη – είκοσι τέσσερις αιώνες μετά την πρώτη παράσταση (392 π.Χ.) – επέλεξε επίσης οι γυναικείοι ρόλοι να ερμηνεύονται από γυναίκες και οι ανδρικοί από άνδρες, η μουσική του Θάνου Μικρούτσικου να περιλαμβάνει έως και «σπασμένα ζεϊμπέκικα» («Εχουμε αγριέψει/ας πούμε δεν μασάμε») και τα κοστούμια (του Αγγελου Μέντη) να εναλλάσσονται από σακάκι με ρεπούμπλικες έως και βαλκανικές φορεσιές σε χορογραφίες της Αγγελικής Στελλάτου.

Το όχι γεμάτο θέατρο, αφού στην παράσταση της Παρασκευής οι θεατές δεν ξεπέρασαν τους 2.800, χειροκρότησε τους ηθοποιούς που, σε απόδοση του Βασίλη Μαυρογεωργίου, υπενθύμισαν την επικαιρότητα του αριστοφανικού έργου που ήθελε την Πραξαγόρα να ηγείται της κοινωνικής μεταβολής στην – σε κρίση – Αθηναϊκή Δημοκρατία και να στήνει το σατανικό της σχέδιο: Βάζει την ιδέα στις γυναίκες της πόλης να μεταμφιεστούν σε άνδρες και ψηφίζοντας στην Εκκλησία του Δήμου (που περιφρουρούν οι «τοξότες, γουρούνια, δολοφόνοι» της εποχής) να λάβουν αυτές όλες τις εξουσίες, θεμελιώνοντας ένα ουτοπικό προσοσιαλιστικό κοινωνικό συμβόλαιο με ίσα δικαιώματα για όλους.

Με τη διαφορά πως η Πραξαγόρα προειδοποιεί κλείνοντας τα μάτια και βλέποντας εικόνες από το μέλλον (δηλαδή το σήμερα): «Βλέπω γυναίκες να κάνουν όλα τα επαγγέλματα. Στυλίστες, αρθρογράφοι, σκηνοθέτες. Τις βλέπω ακόμη και μέσα στη Βουλή. Μόνο που δεν είναι τόσο γυναίκες. Τώρα που πάμε να μπλέξουμε με την πολιτική, μη χάσουμε την γυναικεία φύση μας, ας φέρουμε επιτέλους την τρυφερότητα στην εξουσία».

Κι αν το πρώτο μέρος ήθελε την Πραξαγόρα (την υποδυόταν η Δάφνη Λαμπρόγιαννη) να ξετυλίγει τις πολιτικές και μαντικές – όπως εμπνεύστηκε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος – ικανότητες, το έργο έθεσε ένα ακόμη πιο κρίσιμο επίδικο: Η νέα εξουσία με τα ρούχα της παλιάς μετασχηματίζεται και ερμηνεύει τον νόμο κατά το δοκούν ή αλλιώς παραφθείρεται – και φτάνουν οι Γριές να βιάζουν τον νέο της πόλης (Γιώργο Πυρπασόπουλο).

Βεβαίως από νωρίς ο Κώστας Κόκλας με νυχτικό και ασημένιο γοβάκι (υποδύθηκε τον Βλέπυρο, τον σύζυγο της Πραξαγόρας) έθεσε τις δικές του αντιρρήσεις και απορίες για το νέο «σοσιαλιστικό» μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης: «Και πες ότι ο φίλος μου ο Χρέμης (Παντελής Δεντάκης) θέλει να βγει με μια κοπέλα και να την κεράσει στο εστιατόριο. Με τι λεφτά, αφού θα ανήκουν όλα στον Δήμο και στο δημόσιο ταμείο;» – και η Πραξαγόρα, ως άλλη ουτοπική σοσιαλίστρια, απάντησε κοφτά: «Ο έρωτας θα είναι δωρεάν». Και ο Βλέπυρος ξαναρώτησε: «Και πώς θα προστατευόμαστε από τον κλέφτη ή τον διαρρήκτη;». Και η επαναστάτρια – ηρωίδα συμπλήρωσε: «Δεν θα έχει να κλέψει αφού όλα θα ανήκουν σε όλους», την ίδια ώρα που στο κοινό έβλεπες από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ (Μηλιός, Δρίτσας), μέχρι τον Γιώργο και την Αννα Νταλάρα αλλά και την Καίτη Γαρμπή και τον Διονύση Σχοινά.