Αν κατά τη ρήση ο Κρόνος και η Ελλάδα τρώνε τα παιδιά τους, στην περίπτωση της ελληνικής Αριστεράς κάποιος θα πρέπει να προσθέσει και τα λυσσακά τους (εκ του αρχαίου λυσίκακος).

Ας δούμε την πολύ πρόσφατη ιστορία: Οταν ξεκίνησε το Κίνημα της πατάτας, ένα από τα αριστερά κόμματα, ίσως επειδή θεωρεί εαυτόν εκπρόσωπο κάθε λαϊκού κινήματος και εχθρό κάθε κινήματος που δεν ελέγχει, αντέδρασε στην εκποίηση της πατάτας και φάνηκε – κακώς – να τάσσεται στο πλευρό των μεσαζόντων.

Οταν ένα άλλο αριστερό κόμμα «λαϊκής προβολής» αύξησε εντυπωσιακά τα ποσοστά του και ένα τρίτο κατέκτησε βουλευτικές έδρες και χρειάστηκε και οι δύο να καταλάβουν στη Βουλή κάποια από τα έδρανα του πρώτου, του παραδοσιακού, στην αριστερή πτέρυγα, βγήκαν τα μεγάλα μαχαίρια. Μέχρι και τα… παλιά μαχαίρια, από την εποχή του Εμφυλίου και της διάσπασης, έβγαλαν.

Κι όταν οι παραδοσιακοί κατέθεσαν στη Βουλή νομοσχέδιο για την κατάργηση του Μνημονίου και οι άλλοι, της «λαϊκής προβολής», κατέθεσαν άλλο που προβλέπει επαναφορά του κατώτατου μισθού, του επιδόματος ανεργίας και της μετενέργειας και την αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, τα μαχαίρια διασταυρώθηκαν. Κι έβγαλαν σπίθες! Βάζοντας στη «μάχη» και το τρίτο αριστερό κόμμα, το οποίο κατήγγειλαν ότι έχει πάρει διαζύγιο από την καταψήφιση και κριτική του Μνημονίου.

Εχουν σκεφτεί, άραγε, ότι το πρόβλημα ανάγεται σε επίπεδο ορισμού; Οτι αν ρωτήσεις πενήντα Ελληνες τι είναι η αριστεροσύνη, θα πάρεις πενήντα διαφορετικές απαντήσεις; Κάποτε (όπως και αλλού) ο ορισμός ήταν κοινός για όλους. Στα μέρη μας ούτε σε αυτόν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Και τον μεταπλάθουμε σε νεολογισμό του καθενός. Δίχως καν να τον «κηδεύσουμε» με τιμές και δόξα…