Η πρωτοφανής κρίση που βιώνει η χώρα μας οδήγησε σε μία νέα, σκληρή πραγματικότητα τους πολίτες. Τα επώδυνα μέτρα που υλοποιούνται τα τελευταία χρόνια, μπροστά στην ανάγκη βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής, έφεραν ανατροπές στο βιοτικό τους επίπεδο. Προκύπτουν όμως ερωτήματα που χρήζουν απάντησης, ακόμη και λίγα 24ωρα πριν από την κρισιμότερη εκλογική αναμέτρηση μετά τη Μεταπολίτευση. Πρώτον, πώς φθάσαμε εδώ. Πώς η χώρα ενώ φαινόταν να καταγράφει σημαντικά βήματα βρέθηκε μπροστά στον κίνδυνο της χρεοκοπίας.

Ζήσαμε για πολλά χρόνια με ψευδαισθήσεις. Ειδικότερα γιατί την περίοδο 2004-2009 οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν έφεραν τη χώρα στη χειρότερη θέση σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, με τους πιο αρνητικούς οικονομικούς δείκτες. Με ένα μοντέλο ανάπτυξης χωρίς προοπτική, ένα κράτος πελατειακό και εχθρικό προς τους πολίτες, ένα φορολογικό σύστημα άδικο και συνεχώς μεταβαλλόμενο, με πρότυπα που ευνοούσαν τον υπερκαταναλωτισμό και τον νεοπλουτισμό.

Μία χώρα που δανείζεται συνεχώς, χωρίς να παράγει και να επενδύει, χωρίς τις αλλαγές εκείνες που επιβάλλονται σε κρίσιμους τομείς, είναι μια χώρα που η διεθνής κρίση τη βρίσκει ανοχύρωτη. Αυτό συνέβη στην Ελλάδα και όταν οι αγορές έπαψαν να μας δανείζουν, το πρόβλημα βγήκε στην επιφάνεια.

Το δεύτερο ερώτημα είναι αν υπάρχει άλλος δρόμος από αυτόν που ακολουθήσαμε το 2010.

Σε κάθε περίπτωση η πορεία θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Αυτό προκύπτει και από τα όσα εφαρμόστηκαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία κ.λπ.) με ανάλογα προβλήματα, όχι όμως ιδίου μεγέθους με την Ελλάδα. Χωρίς τη διασφάλιση του ευρωπαϊκού μηχανισμού είναι προφανές ότι θα βρισκόμασταν μπροστά σε αδυναμία πληρωμής συντάξεων. Θα μπορούσαν βέβαια τα μέτρα να είναι ηπιότερα και λιγότερο άδικα αν είχαμε ευρύτερο χρόνο προσαρμογής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό που συνέβη με τις συντάξεις. Εάν είχαμε τα χρονικά περιθώρια για τις αλλαγές ή εάν τα μέτρα που εφαρμόστηκαν για την περιστολή της σπατάλης από τις αρχές του 2010 μέχρι σήμερα και απέδωσαν 3,2 δισ. ευρώ είχαν εφαρμοστεί την ακριβώς προηγούμενη διετία, δεν θα χρειαζόταν να πάμε σε μειώσεις των συντάξεων με το πρώτο Μνημόνιο. Η ύπαρξη χρόνου θα μπορούσε να αποτρέψει αρκετά από τα σκληρά μέτρα που ήταν όμως αναπότρεπτα μπροστά στον κίνδυνο να αφεθούμε μόνοι και να οδηγηθούμε στη χρεοκοπία και την εξαθλίωση.

Το πιο κρίσιμο όμως ερώτημα έγκειται στο ποια είναι η προοπτική για το αύριο.

Είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχει προοπτική χωρίς σχέδιο και σκληρή δουλειά. Το δίλημμα δεν είναι Μνημόνιο ή αντιμνημόνιο αλλά διαρθρωτικές αλλαγές άμεσα ή στασιμότητα, ύφεση και αναποτελεσματικά νέα μέτρα. Το σχέδιο που παρουσίασε το ΠΑΣΟΚ και ο πρόεδρός του Β. Βενιζέλος είναι συγκεκριμένο, με προτεραιότητες και χρονοδιάγραμμα. Για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, τις μεγάλες αλλαγές στη διοίκηση, στο παραγωγικό μοντέλο, στο φορολογικό πλαίσιο, με κοινωνική συνοχή και ενίσχυση της απασχόλησης. Ενα τέτοιο σχέδιο μπορεί να αποτελέσει τη βάση, από την επομένη των εκλογών, για μια ευρύτερη πολιτική και κοινωνική συμφωνία, με όσους θέλουν να αναλάβουν ευθύνες και υποχρεώσεις. Το ΠΑΣΟΚ σήκωσε ένα πολύ μεγάλο βάρος που δεν του αναλογούσε. Αποτελεί όμως δύναμη ευθύνης, ασφάλειας και προοπτικής και δικαιούται να έχει την εμπιστοσύνη του λαού, διορθώνοντας τα λάθη και ενώνοντας τις δυνάμεις της προοδευτικής παράταξης στην κοινή προσπάθεια για τη χώρα.

Ο Γιώργος Κουτρουμάνης είναι υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και υποψήφιος βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στη Β’ Αθήνας