Τον Μάριο Λώλο δεν τον γνωρίζω προσωπικά. Τολμώ μάλιστα να πω πως, μέχρι πριν από λίγες μέρες, το όνομά του δεν θα μου έλεγε απολύτως τίποτα. Ηταν, λέει, φωτορεπόρτερ. Λίγο με νοιάζει. Θα μπορούσε να είναι υδραυλικός, πυρηνικός επιστήμονας ή φέρελπις ποιητής – το ίδιο θα μου έκανε. Το θέμα είναι πως ο Μάριος Λώλος χτυπήθηκε (όπως αναφέρουν όλα τα ρεπορτάζ) πισώπλατα, με κλομπ στο κεφάλι, από έναν αστυνομικό, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο νοσοκομείο και να χειρουργηθεί, κινδυνεύοντας να του μείνει μόνιμη αναπηρία.

Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν το μόνο θύμα της αστυνομικής βίας στα γεγονότα που ακολούθησαν την αυτοκτονία του Δημήτρη Χριστούλα. Ανάλογες επιθέσεις κατήγγειλαν και αρκετοί δημοσιογράφοι που βρέθηκαν στο Σύνταγμα για να καλύψουν τις διαδηλώσεις.

Κανείς δεν αμφισβητεί πως η οικονομική κατάρρευση των τελευταίων χρόνων έχει ρίξει ένα τεράστιο βάρος στους ώμους των αστυνομικών, οι οποίοι έχουν συχνά πέσει κι αυτοί θύματα τυφλής και σκληρής βίας. Αναμφισβήτητα είναι μια πολύ δύσκολη (και κακοπληρωμένη) δουλειά, μια δουλειά όμως που πρέπει να γίνεται σωστά για το καλό όλων μας. Των πολιτών αλλά και των ίδιων των αστυνομικών. Κατά προέκταση, θύμα του ΜΑΤατζή που χτύπησε τον Λώλο ήταν και ο άτυχος αστυνομικός που ξυλοκοπήθηκε άγρια από τον όχλο την προηγούμενη Παρασκευή. Ο τελευταίος δεν είχε καμία σχέση και απλώς γυρνούσε σπίτι του μετά τη δουλειά. Ολοι ξέρουμε, ωστόσο, πως στην Ελλάδα η βία μοιάζει συχνά με αγώνα πινγκ-πονγκ. Εναν αγώνα στον οποίο πάντα χάνουν οι αθώοι.

O δράστης της επίθεσης στον Μάριο Λώλο πρέπει να συλληφθεί και να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Γιατί, με τον δικό του τρόπο, κι αυτός κουκουλοφόρος είναι.