«Πάνε κι αυτές οι αποκριές κι ας καρτερούμε γι’ άλλες». Πότε ήρθαν, πότε πέρασαν, είδηση δεν πήραμε. Ούτε έναν μασκαρά δεν είδαμε στους δρόμους, ούτε ένα παιδάκι πιερότο ή κολομπίνα. Νέκρα και σιωπή. Πού άλλοτε; Κέφι, σερπαντίνες, κομφετί, μουσικές, χοροί, η τρέλα της μεταμφίεσης, γλέντι μέχρι πρωίας. Τώρα, πού διάθεση να γιορτάσεις, να χαρείς, πώς να μασκαρευτείς; Σατιρίζοντας, χλευάζοντας τον εαυτό σου ή τους άλλους που σε κορόιδεψαν, σε «κούρεψαν» γουλί, σου αφαίρεσαν κάθε ελπίδα, κάθε προοπτική; Θυμάμαι παιδί τους θειους μου να φοράνε τις μακριές νυχτικές της γιαγιάς, τις φούστες – μπλούζες των θειάδων μου, ένα τρελό αυτοσχέδιο καπέλο στο κεφάλι, γυναικεία τακούνια, και να τραμπαλίζονται πεθαμένοι στα γέλια. Εμείς τα παιδιά, τα μεν κορίτσια (πού λεφτά για στολές) αγορίστικα παντελόνια και σακάκια, τα δε αγόρια φουστάνια των αδελφάδων τους. Καρναβάλι πραγματικό με αλλαγές φύλων και ανάλογες αποχρώσεις σε φωνές και συμπεριφορές. Τα κορίτσια βγάζαμε το άχτι μας εναντίον των αγοριών, που υποχρεώνονταν να φέρονται σαν δειλά κοριτσάκια. Φτώχεια, αλλά θέληση για ξόδεμα ψυχής και νου.

Δυστυχώς, τέλος εκείνες οι εποχές, κι αυτές της νιότης κι εκείνες της ωριμότητάς μας. Γενικά, τέλος κι οι μασκαράτες, πραγματικές ή εικονικές. Μπήκαμε άλλωστε ασθμαίνοντας στη μεγάλη Σαρακοστή. Για την ακρίβεια, είχαμε ήδη μπει προ πολλού, όλοι ανεξαιρέτως, πιστοί θρησκευόμενοι και μη, στη μακρά υποχρεωτική νηστεία του ΔΝΤ και λοιπών αλλοδαπών και ημεδαπών «μασκαράδων» σωτήρων, και ουδείς γνωρίζει πότε θα ‘ρθει η πολυπόθητη ανάσταση εκ νεκρών.