Οι χώροι πίσω από την Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου μπορεί να είναι ένας μικρός λαβύρινθος, οι ηθοποιοί της «Αυλής των θαυμάτων» όμως κυκλοφορούν εδώ με άνεση. Η Μίνα Αδαμάκη, ας πούμε, ξέρει πολύ καλά ποια σκαλιά θα κατέβει και σε ποια πόρτα θα ρωτήσει «αν μπορούμε να διορθώσουμε λίγο τα χείλη». Εχοντας εργαστεί σε καμαρίνια που αδιαφορούσαν για την εκτός πάλκου ζωή των ηθοποιών, απόψε, καθισμένη μπροστά στον φωτισμένο καθρέφτη ενός λιτού αλλά άνετου δωματίου, ξέρει επίσης τι είναι πραγματικά σημαντικό μία ώρα περίπου πριν από το τρίτο κουδούνι. «Στα παρασκήνια» λέει, «εκεί που προθερμαίνεσαι μέχρι να φτάσεις στο απόλυτο μηδέν, μέχρι τη μεταμόρφωσή σου στον ρόλο, δεν υπάρχει γκλάμουρ. Το ζητούμενο εδώ είναι να συγκεντρωθείς σε αυτή τη μετάβαση. Και να συνυπάρχεις αρμονικά με τους συναδέλφους σου». Κάθε συνάδελφος φυσικά έχει τις δικές του ξεχωριστές συνήθειες. Ο Θοδωρής Κατσαφάδος, όπως σε κάθε παράσταση εδώ και πολλά χρόνια, έχει έρθει στο καμαρίνι του όσο πιο νωρίς μπορεί, έχει μακιγιαριστεί μόνος του και έχει μπροστά στον καθρέφτη του, εκτός από τα «υλικά του ρόλου» και ένα πακέτο τσιγάρα, ένα σακούλι με κρητικά παξιμάδια, το βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε ένας συνάδελφος. «Τα παρασκήνια είναι μεγάλο κομμάτι της ζωής του ηθοποιού», λέει, ντυμένος ήδη με τα ρούχα του ρόλου. «Αυτό που νιώθεις εδώ δεν μεταφέρεται με λόγια. Επειδή όμως η δουλειά μας είναι επικοινωνιακή, όταν εδώ υπάρχει καλή αύρα, μεταφέρεται και στη σκηνή».
Με τις λέξεις «καλή αύρα» μπορεί και να εννοεί τους συναδέλφους που συζητούν μεταξύ τους χαλαροί και χαμογελαστοί έξω στον διάδρομο. Οπως η ηθοποιός Λένα Παπαληγούρα, για την οποία τα παρασκήνια είναι μεταξύ άλλων και χώρος συμβίωσης ή φιλίας. «Προετοιμασία δεν είναι μόνο να απομονωθείς, αλλά και να πεις τα νέα της ημέρας, ένα αστείο», λέει ενώ η έναρξη της παράστασης πλησιάζει και οι συζητήσεις στα παρασκήνια του Εθνικού Θεάτρου δίνουν όλο και περισσότερο χώρο στις τελικές προετοιμασίες. Στις κουίντες, κάποιοι επιδίδονται σε διατάσεις, κάποιοι προβάρουν ξανά και ξανά μια ατάκα. Η Εύη Σαουλίδου ζεσταίνει τη φωνή της με μακρόσυρτους φθόγγους, η Λένα Παπαληγούρα με λίγο τσάι. «Με χαλαρώνει να προετοιμάζομαι δίπλα στην πλατεία, ακούγοντας τον κόσμο», λέει ο Νίκος Κουρής που διαλέγει να φορέσει εδώ τα ρούχα της παράστασης. Λίγο μακρύτερα, η υπεύθυνη σκηνής Ιλεάνα Παντελοπούλου ελέγχει τις ενδοεπικοινωνίες με τους ηλεκτρολόγους, τους φωτιστές και τους υπόλοιπους τεχνικούς. Οποιο ρόλο και αν έχεις στην «Αυλή των θαυμάτων» είναι η στιγμή που πρέπει να έχεις κατορθώσει ό,τι περιγράφει με δυο λόγια ο ηθοποιός Νίκος Ψαρράς, «να μπεις σε μια θερμοκρασία».
Πουέντ και μανταρίνια
Η θερμοκρασία πάντως πίσω από την Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής, μόνο χαμηλή δεν είναι. Στην κυριολεξία – οι χορευτές και οι χορεύτριες της «Λίμνης των κύκνων» (σ.σ.: η παράσταση ολοκληρώθηκε πρόσφατα) πρέπει να διατηρούν ζεστό κάθε μέρος του κορμιού τους και αυτό το κατορθώνουν μεταξύ άλλων στη ζεστασιά ενός μακρόστενου παρασκηνίου με δωμάτια στις δύο πλευρές του.
Για να πάνε από το τελευταίο καμαρίνι του διαδρόμου μέχρι τον ψύκτη στην άλλη άκρη, περπατούν σφιχτά και χαλαρά μαζί, σαν χαριτωμένες μηχανές, φορώντας ισοθερμικές γκέτες στα πόδια, με μια κούπα στο χέρι, με ένα μανταρίνι, περνώντας δίπλα σε ανοιχτά μπαούλα γεμάτα φορεσιές, σε σιδερώστρες, σε κρεμάστρες με άσπρες και μαύρες φούστες χορού («tutu» στη σχετική αργκό) που καθαρίζονται από τον ατμό μιας αμπιγιέζ.
Πίσω από μια μισάνοιχτη πόρτα, ένας ρωμαλέος χορευτής προσπαθεί να διαβάσει το πρόγραμμα του Μεγάρου. Βγαίνοντας από μια θάλασσα με ρώσικες κλωστές, καρφίτσες και δαχτυλήθρες, η Λιουντμίλα Τσιλίσεβα, υπεύθυνη βεστιαρίου, αναζητά τον χορευτή που υποδύεται τον «Μάγο», για να δοκιμάσει στο κεφάλι του ένα μαύρο φτερωτό καπέλο. «Εχεις πάει ποτέ σε τρελάδικο;», λέει ο Αντρέι Πετρόφ, καλλιτεχνικός διευθυντής του Μπαλέτου του Κρεμλίνου. «Ετσι είναι συνήθως τα παρασκήνια του μπαλέτου. Ευτυχώς εμείς είμαστε προετοιμασμένοι. Συνήθως βέβαια κερδίζει ο νόμος του θεάτρου: πριν από την παράσταση, όλο και κάτι θα συμβεί». Τον νόμο τον ξέρει και η βραζιλιάνα Ρομπέρτα Μάρκες, η πρίμα μπαλαρίνα του Κόβεντ Γκάρντεν. Εχει όμως τον τρόπο να ξεγλιστρήσει. «Ερχομαι στο θέατρο όσο πιο νωρίς μπορώ, για να μην έχω άγχος», λέει από το καμαρίνι της, ελαφρώς ιδρωμένη μετά τη δοκιμαστική πρόβα. Επηρεάζεται άραγε από τις φιλίες ή τις έχθρες που θρυλείται ότι κυριαρχούν στα παρασκήνια; «Δεν είναι έχθρες, είναι άμιλλα. Σε όλα τα επαγγέλματα υπάρχει αυτό και σε κάνει καλύτερο», απαντά. «Εγώ προσπαθώ να μη μιλάω πολύ, να μπαίνω στον δικό μου μικρό κόσμο, ώστε να αποφεύγω τα ατυχήματα κάθε είδους». Το υπόλοιπο κορ-ντε-μπαλέ μάλλον προτιμάει τα πηγαδάκια δίπλα στη σκηνή, λίγη χαλάρωση ανάσκελα στο πάτωμα ή λαστιχένιες διατάσεις. Αλλοι έχουν στον νου τους τη σκηνή και τη σωστή λειτουργία της, όπως η Μιχαέλα Χατζηαγγέλου. Ελέγχει την κονσόλα, τα κουμπιά για τα φώτα και τα σκηνικά, μια οθόνη με εικόνα από την πλατεία που γεμίζει, ένα ρολόι που αν και δείχνει την ώρα σωστά, τώρα μοιάζει να μετράει αντίστροφα.
«Καλό καμαρίνι,
καλό πάλκο»
Κεραμεικός, μερικά λεπτά αργότερα μουσική παράσταση, «Ξυπόλητοι στο πάλκο». Τα παρασκήνια στον όροφο του Gazarte χωρίζονται σε δύο δωμάτια που διαθέτουν καθρέφτη, τουαλέτα, καναπέ και πολυθρόνα. Προσφέρονται τσάι, μπίρα, ουίσκι με πάγο, αναψυκτικά σε ένα μικρό ψυγείο, δύο πιατέλες με αλλαντικά και τυρί. Στον έναν από τους γκρι τοίχους είναι κολλημένο το playlist της βραδιάς. Ο χλωμός φωτισμός θυμίζει καμαρίνι στη Νέα Υόρκη, ακόμα και αν δεν έχεις πάει ποτέ σε τέτοιο. «Καμιά φορά, για να χαλαρώσω κουβαλάω μια στοίβα κόμικς και διαβάζω», λέει ο Φοίβος Δεληβοριάς. «Συνήθως μου αρέσει να είμαι στο καμαρίνι με φίλους και συνεργάτες. Να γίνεται το μέρος “μπάτε σκύλοι αλέστε”». «Εγώ χαλαρώνω όταν βάφομαι, όταν ντύνομαι, όταν ζεσταίνω τη φωνή μου», λέει η Μάρθα Φριντζήλα ενώ ισιώνει τα μαλλιά της. Σε λιγάκι, μπαίνει ένας κοινός τους φίλος και τον υποδέχονται με χαρά. «Να σε κεράσουμε ένα ουισκάκι;».
Σύντομα είναι εδώ και η τριμελής μπάντα που τους συνοδεύει. Ο Σωτήρης Ντούβας, ο ντράμερ, ψάχνει κάποιον που να ξέρει από γραβάτες. Τελικά ξέρει μόνο η Μάρθα. Ο Σταμάτης Σταματάκης καπνίζει ενώ συζητάει για το χειροποίητο μπάσο του. Ο Κωστής Χριστοδούλου ο πιανίστας, είναι ο πιο ήσυχος από όλους. «Παιδιά πρέπει να ρίξουμε ένα κούρδο στην κιθάρα», λέει ο Φοίβος, και ο μπασίστας τον καθησυχάζει. «Κακά καμαρίνια, κακό πάλκο. Καλά καμαρίνια, καλό πάλκο», λέει ο Παναγιώτης Λυμπερόπουλος, ο μάνατζερ του σχήματος. Ο άλλος μάνατζερ, του μαγαζιού, ανεβαίνει τα σκαλιά και ζητάει από τους καλλιτέχνες να θυμίσουν στο κοινό ότι το κάπνισμα απαγορεύεται. Αποφασίζουν να εντάξουν την υπόδειξη σε ένα μικρό χιουμοριστικό νούμερο.
Στο μεταξύ, κάτω από το ξύλινο πάτωμα, από το κοινό που έχει αρχίσει και πληθαίνει, έρχεται μια μικρή, γλυκιά βαβούρα. «Μου αρέσει να ακούω ότι ήρθε και κάποιος που αντιπαθώ. Σχεδόν σημαίνει ότι η μουσική τούς ένωσε όλους», λέει ο Φοίβος. Από το μέσα δωμάτιο η Μάρθα ζεσταίνει τις φωνητικές της χορδές.
Κάποιος λέει ένα ανέκδοτο και οι υπόλοιποι γελάνε. Αμέσως μετά, το καλλιτεχνικό ζευγάρι προβάρει τα λόγια από το καλωσόρισμα του κοινού, από την εισαγωγή της παράστασης. Που δεν θέλει και πολύ για να αρχίσει.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.