Εχουμε γλωσσικό ζήτημα αλλά δεν έχουμε γλώσσα, έγραφε ο Ροΐδης, με την υπέροχη γλώσσα του το 1893 στα «Είδωλα». Παραφράζοντάς τον θα μπορούσες να διαπιστώσεις πως έχουμε πολιτικό ζήτημα αλλά δεν έχουμε πολιτική. Για την ακρίβεια, έχουμε ζητήματα, όπως το ωράριο των φαρμακείων ή η απελευθέρωση του επαγγέλματος του δικηγόρου, τα οποία θεωρούνται πολιτικά, χωρίς κανείς να μπορεί να εξηγήσει σε ποια πολιτική εντάσσονται.

Είναι λίγο σαν να παρακολουθείς ψάρια σε ενυδρείο. Τα βλέπεις να πηγαίνουν πέρα-δώθε, να διασταυρώνονται, να κάνουν ελιγμούς με την ουρά τους, αν κάποιος όμως σε ρωτήσει γιατί κατά τη γνώμη σου γίνονται όλα αυτά, εσύ αδυνατείς να του εξηγήσεις. Το πολύ πολύ να πεις ότι όλα αυτά τα κάνουν για να φάνε, κοινώς για να επιβιώσουν, συμπέρασμα που το βγάζεις από τα χειλάκια τους που ανοιγοκλείνουν βλακωδώς. Σε αντίθεση δε από τους βουλευτές, τα ψάρια του ενυδρείου δεν ταλαιπωρούν τη νοημοσύνη σου με τη φωνή τους. Οπως όμως τα ψάρια, έτσι και οι βουλευτές, αν τους απαντήσεις, θα σου πουν πως το ενυδρείο τους είναι η θάλασσα, το πέλαγος και ο ωκεανός.

Οι έγκυροι παρατηρητές των πολιτικών μας πραγμάτων αποδίδουν το φαινόμενο του ενυδρείου στο ιστορικό τέλος της Μεταπολίτευσης. Ας αναλογισθούμε τι ακριβώς τελειώνει.

Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης υπήρξε μια χώρα που σου έδινε το δικαίωμα να πίνεις το κοκτέιλ σου δίπλα στην αυθαίρετη πισίνα σου, χωρίς όμως να ξεχνάς ότι η ουσία είναι αλλού, η ουσία είναι στις πολιτικές διαφορές που σε χώριζαν από τον γείτονα που επίσης έπινε το κοκτέιλ στην επίσης αυθαίρετη πισίνα του και ούτε αυτός ξεχνούσε πως η ουσία είναι αλλού. Ή, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, αυτό ήταν το κοινωνικό πρότυπο της Μεταπολίτευσης, μια υπερπαραγωγή πολιτικών ζητημάτων και συγκρούσεων, οι οποίες όμως κατέληγαν στο κοκτέιλ δίπλα στην αυθαίρετη πισίνα. Ωσπου κάποια στιγμή αναγκαστήκαμε να το παραδεχθούμε ομαδικά πως η ουσία ήταν η αυθαίρετη πισίνα κι αρχίσαμε να τσακωνόμαστε για τα ωράρια των φαρμακείων.

Τα πολιτικά ζητήματα της Μεταπολίτευσης καλλώπισαν το κοινωνικό κράτος που ποτέ δεν λειτούργησε, την παιδεία που ποτέ δεν αποκτήσαμε, την πολιτική που ποτέ δεν μας έπεισε. Μαζί με την άνοδο της τιμής του εσπρέσο, που επειδή ήταν ακριβός έπειθε όποιον τον έπινε πως είναι πλούσιος, λειτούργησαν ως αντικαταθλιπτικά. Για να γίνεις πολιτικός έφτανε η κομματική ταυτότητα, κοινώς η ενεργός συμμετοχή σου στην παραγωγή «πολιτικών ζητημάτων». Πολιτική, οργάνωση προοπτικής, κανείς δεν σου ζητούσε. Οπως και κανείς δεν απαιτούσε απ’ τους διαχειριστές των πολιτικών ζητημάτων ένα δράμι ευφυΐας παραπάνω απ’ αυτό που σου χρειάζεται για να αγορεύεις για τα ωράρια των φαρμακείων.

Γιατί τελικά καταλήγεις να αναρωτιέσαι μήπως το μεγάλο λάθος της Μεταπολίτευσης ήταν ότι, εκτός των άλλων, κατάργησε και το κριτήριο της βλακείας.