Καθώς η χώρα ισορροπεί επικίνδυνα μεταξύ διάσωσης και άτακτης χρεοκοπίας επιβεβαιώνεται πιο καθαρά από κάθε άλλη φορά ότι η μεγαλύτερη μεταπολεμική ελληνική οικονομική κρίση είναι πρωτίστως πολιτική. Βρισκόμαστε και πάλι με την πλάτη στον τοίχο απέναντι σε νέες σκληρές συνταγές της τρόικας που απαιτεί μισθούς τριτοκοσμικού επιπέδου στον ιδιωτικό τομέα, στο όνομα της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας που έχει πέσει στα τάρταρα. Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η εξέλιξη αυτή; Πιθανότατα ναι, αν τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, από τον Μάιο του 2010 έως σήμερα, τα αρμόδια κυβερνητικά στελέχη είχαν προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που είχαν συμφωνηθεί τότε, όπως η απελευθέρωση των αγορών, η άρση των περιορισμών στα κλειστά επαγγέλματα και άλλα μέτρα ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας. Η ελληνική οικονομία θα ήταν σήμερα σε καλύτερο επίπεδο, θα ενέπνεε μεγαλύτερη αισιοδοξία για το μέλλον και η κυβέρνηση θα είχε στα χέρια της ένα ισχυρό χαρτί να διαπραγματευτεί απέναντι στην τρόικα, η οποία τώρα πειραματίζεται επικίνδυνα με τους μισθούς υπό το βάρος της αποτυχίας του πρώτου προγράμματος.

Δυστυχώς, τα μέτρα αυτά παρέμειναν στο ράφι. Το πολιτικό σύστημα εμφανίστηκε ευάλωτο στις πιέσεις των θιγόμενων ισχυρών επαγγελματικών ομάδων, σε αντίθεση με τις περικοπές των μισθών στο Δημόσιο και τις πρωτοφανείς αυξήσεις φόρων που επιβλήθηκαν ρίχνοντας πολύ βαθιά στην ύφεση την οικονομία.

Αυτό επιβεβαιώνουν άλλωστε οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών στο Κοινοβούλιο. Η καταψήφιση από βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων, αλλά και των μικρότερων της τροπολογίας για το ωράριο των φαρμακοποιών, οι αντιδράσεις τους απέναντι σε ρυθμίσεις που θίγουν άλλες πολυπληθείς και ισχυρές ομάδες, αποτελούν αναπαράσταση του ίδιου έργου. Δείχνουν ότι ακόμη και τώρα που παίζεται η επιβίωση της ίδιας της χώρας το πολιτικό προσωπικό της εξακολουθεί να συμπεριφέρεται με όρους προσωπικής πολιτικής επιβίωσης και με το βλέμμα στραμμένο στις κάλπες.