Στα βιβλία του συνδυάζονται η βιαιότητα, η φαντασία, το παραμύθι, ο έρωτας, η φάρσα, το μελόδραμα, το καθημερινό με το παράδοξο. Ολη η γκάμα των συναισθημάτων παρασέρνει τον αναγνώστη: χαρά, λύπη, οργή, φόβος και πάντα σε πλήρη έλεγχο από τη μεριά του συγγραφέα. Οι αναγνώστες αναγνώριζαν στα βιβλία του την Αγγλία της εποχής τους, τη δύναμη της αρετής των καθημερινών ανθρώπων. Διότι ο Ντίκενς ήξερε τι περίμεναν από εκείνον οι αναγνώστες του και ήταν αποφασισμένος και να τους κρατήσει και χρήματα να βγάλει. Καθοδηγούσε τα πλήθη των αναγνωστών τόσο συναισθηματικά όσο και κοινωνικά και γι’ αυτό οι «Τάιμς» του Λονδίνου, στον επικήδειο της εφημερίδας, τον ανακήρυξαν σημαντικότερο καθοδηγητή του δέκατου ένατου αιώνα.

Μπορεί μεν ο Ντίκενς να γνώρισε μεγάλη επιτυχία, ήδη από τη δεύτερη δεκαετία της ζωής του, ωστόσο ωρίμαζε μαζί με τα γραπτά του. Το πρώτο βιβλίο του «Τα χαρτιά του Πίκγουικ» ήταν κωμικό και προσοδοφόρο. Μεγαλώνοντας ο Ντίκενς απέκτησε μεγαλύτερη ευαισθησία πάνω σε κοινωνικά θέματα αλλά και απογοήτευε το κοινό του που επέμενε σε μια περισσότερο ανάλαφρη διάθεση και χιούμορ. Ομως ο ίδιος, που αγαπούσε το χρήμα, έλαβε υπόψη αυτές τις ενστάσεις, κι έτσι οι «Μεγάλες προσδοκίες» είχαν έναν περισσότερο ανάλαφρο τόνο απ’ ό,τι το σκοτεινό «Ιστορία δύο πόλεων» που είχε προηγηθεί.

Μετά τον θάνατό του η λογοτεχνική του υπόληψη κάμφθηκε. Μερικοί συνάδελφοί του, όπως ο Τζορτζ Μέρεντιθ, τον έβρισκαν χωρίς ιδιαίτερο διανοητικό υπόβαθρο και τους χαρακτήρες του καρικατούρες. Τα βιβλία του όμως εξακολουθούσαν να διαβάζονται. Στην αρχή υπήρχε μια τάση να θεωρούνται βιβλία για παιδιά και εφήβους. Οταν, στο τέλος του 19ου αιώνα, ήρθαν στο προσκήνιο οι ρώσοι συγγραφείς, θεωρήθηκαν ανώτεροι λογοτεχνικά του Ντίκενς. Εκείνοι όμως είχαν διαφορετική γνώμη: ο Τουργκένιεφ επαινούσε τον Ντίκενς και είχε μαθητεύσει στο έργο του, άσε που έγραφε για το περιοδικό «Household Words» που διηύθυνε ο Ντίκενς. Ο Τολστόι έγραψε για αυτόν: «Ολοι οι χαρακτήρες του είναι προσωπικοί μου φίλοι, συνεχώς τους συγκρίνω με αληθινά πρόσωπα, με τόσο πνεύμα ζωντανό τους έγραφε». Ακόμη και ο Ντοστογιέφσκι επηρεάστηκε από συγκεκριμένους χαρακτήρες πάνω στους οποίους στήριξε δικούς του ήρωες.

Τις δεκαετίες του 1940 και του 1950 ο Ντίκενς γνώρισε μια καινούργια λογοτεχνική αποκατάσταση μέσα από δοκίμια που έγραψαν ο Τζορτζ Οργουελ και ο Εντμουντ Γουίλσον. Τον αποκάλεσαν μεγαλύτερο συγγραφέα όλων των εποχών. Στα έργα του διέβλεπαν τη σκοτεινιά και την απογοήτευση των ηρώων του, την πολυπλοκότητά τους και μαζί με τον Σαίξπηρ τον θεωρούσαν έναν συγγραφέα που δεν κατηγοριοποιείται. Αυτή η επανεκτίμηση συνεχίστηκε ώς το τέλος του εικοστού αιώνα. Η τέχνη του θεωρείται ποιητική, ανατρεπτική, που έσκυβε ριψοκίνδυνα στο χείλος της αβύσσου. Φυσικά υπήρχαν αντιρρήσεις από άλλους κριτικούς, όπως ο Φ. Ρ. Λίβις, που δεν τον έπαιρναν ακόμη στα σοβαρά.

Σήμερα ολοένα νεότεροι κριτικοί εκπονούν μελέτες πάνω στο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο των ιστοριών του Ντίκενς ή στην εξέλιξη του βικτωριανού καπιταλισμού, ερχόμενοι στα λόγια του Εντμουντ Γουίλσον που τον θεωρούσε το 1939 όχι μόνον τον μεγαλύτερο δραματουργό μετά τον Σαίξπηρ στην Αγγλία αλλά και έναν ύψιστο κοινωνικό στοχαστή, μολονότι αναγνώριζε ότι ο Ντίκενς δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πολιτική. Ο Τζορτζ Οργουελ διέβλεπε την πολιτική στο έργο του, αλλά όχι με μια τόσο ριζοσπαστική ματιά.

Η αντοχή του έργου μετριέται στις διασκευές που γνώρισε για τη μικρή και τη μεγάλη οθόνη αλλά και σε άλλες μορφές τέχνης: περισσότερες από 400 έως σήμερα, πράγμα που κανείς άλλος συγγραφέας παγκοσμίως δεν έχει πετύχει. Κατά κάποιον τρόπο θεωρείται ένας από τους πατέρες του σύγχρονου κινηματογράφου. Ηδη ο Ντ. Γ. Γκρίφιθ έβρισκε αφηγηματικές τεχνικές μέσα σε έργα του όπως ο «Ολιβερ Τουίστ».