Μέσα στο 2011 οι πεζογράφοι μας έδωσαν κάμποσα βιβλία εμπνευσμένα από την ελληνική κρίση, όπως τη ζούμε εδώ και δύο χρόνια. Αυτά που διάβασα μου άφησαν ερωτήματα. Τα άμεσα αντανακλαστικά των λογοτεχνών απέναντι στην επικαιρότητα μπορεί να επαινούνται από πολλούς, που έχουν μια ορισμένη αντίληψη για το τι σημαίνει εγρήγορση των «πνευματικών ανθρώπων», αλλά δεν εγγυώνται την υπέρβαση κοινών τόπων και προφανών αληθειών για χάρη μιας βαθύτερης ματιάς, την οποία δικαιούται κανείς να περιμένει από ένα λογοτεχνικό έργο.

Η «Περαίωση» του Πέτρου Μάρκαρη (Γαβριηλίδης) έχει όλα τα συστατικά της πετυχημένης συνταγής που εφαρμόζει αυτός ο πνευματώδης συγγραφέας εδώ και δεκαέξι χρόνια: ευφάνταστη και σφιχτοδεμένη πλοκή, τσουχτερό σχολιασμό της νεοελληνικής πραγματικότητας και, φυσικά, τη συμπαθητικά παλιομοδίτικη και μπρούτα φιγούρα του αστυνόμου Χαρίτου. Τη λέξη «συνταγή» δεν τη χρησιμοποιώ εδώ απαξιωτικά, γιατί η αστυνομική λογοτεχνία προϋποθέτει ένα είδος τυποποίησης των μοτίβων της. Σε αντίθεση όμως με προηγούμενα αστυνομικά μυθιστορήματά του (ιδίως τα πρώτα), ο Μάρκαρης μάλλον παραβιάζει τώρα ανοιχτές θύρες. Γύρω από την περίπτωση του εφοριακού που, με κίνητρα όχι και τόσο ανιδιοτελή, γίνεται απηνής διώκτης μέχρι και εκτελεστής μεγαλοφοροφυγάδων πλάθεται μια ιστορία που δεν μας λέει περισσότερα απ’ όσα διαβάζουμε και ακούμε κατά κόρον εδώ και καιρό, με κάθε λεπτομέρεια, για τις τερατογονίες της ελληνικής κοινωνίας και δημόσιας διοίκησης. Ασφαλώς το βιβλίο διαβάζεται απνευστί, κατά το κοινώς λεγόμενο, και τα ηθικά διλήμματα του αστυνόμου Χαρίτου δεν μας αφήνουν ούτε αυτή τη φορά αδιάφορους. Αλλά πού είναι ο προδρομικός Μάρκαρης του «Νυχτερινού δελτίου», της «Άμυνας ζώνης» ή και του «Ο Τσε αυτοκτόνησε»;

Κοινός παρονομαστής της συλλογής διηγημάτων της Ιωάννας Καρυστιάνη «Καιρός σκεπτικός» (Καστανιώτης) είναι ότι διαδραματίζονται τις μέρες των Χριστουγέννων του 2010, στην καρδιά της κρίσης. Η ίδια η οικονομική κρίση αναφέρεται μόνον ακροθιγώς, αλλά υποδηλώνεται συνεχώς στα περισσότερα διηγήματα από ένα κλίμα παρακμής, ματαίωσης, ασφυξίας, κλειστού ορίζοντα, φθαρμένου νεοπλουτισμού και επαρχιώτικης αποτελμάτωσης. Λεπτή οπωσδήποτε η τακτική της συγγραφέως. Αλλά έχω και είχα πάντοτε τη γνώμη ότι στη λογοτεχνία οι καταθλιπτικοί τόνοι, όσες αποχρώσεις της μουντάδας και αν κουβαλούν, δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να μιλήσεις για μια καταθλιπτική πραγματικότητα, όταν μάλιστα όλοι την ξέρουν όπως την περιγράφει αυτό το βιβλίο. Και η γνωστή τραχιά, αγκαθωτή, ασθματική γλώσσα της Καρυστιάνη κάνει τα διηγήματά της να φαίνονται συχνά πιο στυφά απ’ όσο, υποθέτω, τα ήθελε.

Ο Νίκος Κουνενής, ο αυθεντικότερος σατιρικός πεζογράφος που διαθέτουμε σήμερα, έδωσε αυτή τη φορά ένα διαφορετικό βιβλίο, ένα «σατιρικό» δοκίμιο με τίτλο «Περί δημοκρατίας» (Μεταίχμιο). Σ’ αυτό επιχειρεί να υπονομεύσει τους μύθους της ελληνικής αστικής δημοκρατίας, ιδίως όπως λειτουργούν στις συνθήκες της παρούσας κρίσης, προσποιούμενος ότι τους υπερασπίζει. Το στρατήγημα δεν είναι κακό, καταρχήν. Από τη στιγμή όμως που το αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης (πράγμα που συμβαίνει σχεδόν αμέσως) χάνει ολοένα τη δραστικότητά του και οι απόψεις του συγγραφέα για τους θεσμούς, τα κόμματα, την εκλογική διαδικασία, την οικονομική ολιγαρχία, τους διεθνείς δανειστές μας κ. λπ. γίνονται εντελώς προβλέψιμες. Απηχούν άλλωστε γνώριμα στερεότυπα και ιδεολογήματα μιας ενδημικής στην Ελλάδα αριστεριστικής σκέψης, που δεν προβληματίζεται ποτέ για τις ιδιαίτερες παθογένειες αυτής της χώρας, γιατί τις θεωρεί απλώς μια λεπτομέρεια της μεγάλης, παγκόσμιας παθογένειας που λέγεται καπιταλισμός (τι Ελλάδα, τι Σουηδία). Ο θυμός του Κουνενή ακούγεται σ’ αυτό το βιβλίο πολύ δυνατότερα από τον σαρκασμό του και η «διωδία» είναι μάλλον κακόφωνη. Η αληθινά σατιρική φλέβα του ξαναβρίσκει τον σφυγμό της μόνο στις σελίδες όπου σκιαγραφεί μερικά γνωστά πρόσωπα της πολιτικής μας ζωής.

Σε αντίθεση με τον Κουνενή, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, στο μυθιστόρημά του «Η επιδημία» (Πατάκης), που εγώ θα το χαρακτήριζα μάλλον ως νουβέλα, δεν συμπλέει με το «λαϊκό αίσθημα» των καιρών. Ένας παρακατιανός, γελοίος θεός, που αποβλήθηκε από το ολυμπιακό Πάνθεο, επιστρέφει από την υποσαχάρια εξορία του στη σημερινή Ελλάδα, για να πραγματοποιήσει τα (μωρο) φιλόδοξα σχέδιά του. Κάποια στιγμή όμως του τη δίνει και σκορπάει στον πληθυσμό μια επιδημία ποιητικού οίστρου. Η συνέπεια είναι μια υπερλειτουργία του θυμικού των Ελλήνων, μια «συναισθηματική καταρροή», όπως την ονομάζει ο συγγραφέας, η οποία κορυφώνεται με πράξεις έξαλλης βίας (εμπρησμοί, σπάσιμο μαρμάρων κ. λπ.). Η ευκίνητη, κομψά παιγνιώδης γραφή του ώριμου Θεοδωρόπουλου χαρακτηρίζει και αυτό το βιβλίο του. Όπως το χαρακτηρίζουν και οι, λιγότερο αισθητές σε άλλα έργα του, αδυναμίες του στη μυθοπλασία (η περίπτωση π. χ. του μεγαλοεπιχειρηματία που «το είδε» ξαφνικά ποιητής και αναθέτει εκβιαστικά την καθιέρωσή του σ’ έναν περίβλεπτο, επηρμένο ποετάστρο είναι ένα ωραίο εύρημα, που εγκαταλείπεται όμως άδοξα στο πιο κρίσιμο σημείο). Αλλά το κύριο πρόβλημα του βιβλίου είναι, κατά τη γνώμη μου, διαφορετικής τάξης: συνιστά άραγε η «συναισθηματική καταρροή», έστω και σ’ ένα κείμενο που έχει τη μορφή παρωδίας, μια ικανοποιητικά ευαίσθητη προσέγγιση αυτού που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα;

Ο Σίλλερ προειδοποιούσε τους ποιητές να αποφεύγουν να μιλούν για τον πόνο τους όσο πονούν. Ασφαλώς είναι όχι μόνο κατανοητή αλλά και επαινετή η επιθυμία ενός συγγραφέα να πάρει θέση απέναντι σε πιεστικά γεγονότα που διαδραματίζονται γύρω του. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι, στον βαθμό που λειτουργεί ως λογοτέχνης, η τοποθέτησή του αυτή οφείλει να γίνεται με τους όρους της λογοτεχνίας, στους οποίους ανήκει και μια επεξεργασία των καταστάσεων διαφορετική από εκείνη που κάνει ο χρονογράφος, ο δημοσιολόγος ή ο ακτιβιστής. Καθώς μάλιστα τα δύο τελευταία χρόνια έχουμε ακούσει σχεδόν τα πάντα απ’ όλες τις πλευρές και όλες τις φωνές στη δημόσια αντιπαράθεση για την κρίση, μια τέτοια επεξεργασία μοιάζει ολοένα πιο αναγκαία. Για να γίνει όμως χρειάζεται χρόνος. Και χρόνος εδώ σημαίνει: απόσταση από βεβαιότητες, διανοητικές τάσεις και έξεις διαμορφωμένες κάτω από άλλες συνθήκες.