Σε διάστημα 32 χρόνων, από το 1979 έως και το 2011, διαβάσαμε στα ελληνικά 27 εκδοχές της «Χριστουγεννιάτικης ιστορίας» του Ντίκενς, 23 εκδοχές του «Oλιβερ Τουίστ», 19 εκδοχές του μυθιστορήματος «Μεγάλες προσδοκίες» και μόνο 11 του πλέον αυτοβιογραφικού έργου του «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», όπου ο κεντρικός ήρωας αναρωτιέται: «Θα γίνω άραγε πρωταγωνιστής της δικής μου ζωής ή αυτή τη θέση θα την καταλάβει κάποιος άλλος;». Οι εκδόσεις του Ντίκενς στα ελληνικά είναι πολυάριθμες, όπως είναι φυσικό, αλλά στην πλειονότητά τους απευθύνονται σε παιδιά (με το κείμενο διασκευασμένο) ή σε νέους, με πλήθος εκδοτών να μπαίνει στο παιχνίδι (Κέδρος, Aγκυρα, Σαββάλας, Ζαχαρόπουλος, Μεταίχμιο, Πατάκης, Εστία, Σύγχρονοι Ορίζοντες κ.ο.κ.). Είναι λίγες δυστυχώς οι εκδόσεις που απευθύνονται σε ενηλίκους, με προσεγμένες μεταφράσεις όπως αρμόζει σε έναν μεγάλο κλασικό. Μεταξύ τους, από τις πλέον πρόσφατες είναι ο δίτομος «Ζοφερός οίκος» σε μετάφραση της Κλαίρης Παπαμιχαήλ (εκδ. Gutenberg 2009), τα «Δύσκολα χρόνια» (μετάφραση Γεωργίας Αλεξίου, εκδ. Ζαχαρόπουλος) και το περίφημο ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα «Το μυστήριο του Εντουιν Ντρουντ» σε μετάφραση και με εισαγωγή της συγγραφέως Αθηνάς Κακούρη (Εστία).

Ο Ντίκενς άρχισε να γράφει τον «Ντρουντ» λίγο πριν πεθάνει, όταν περνούσε μια περίοδο αμφισβήτησης, οπότε προκειμένου να ξανακερδίσει το κοινό του δοκίμασε να γράψει μια ιστορία μυστηρίου. Ο «Ντρουντ» άρχισε να δημοσιεύεται σε συνέχειες και έφτασε ώς την 6η από τις 12 συνέχειες. Ο μύθος έμεινε με ανοιχτό τέλος, ωστόσο ο σημερινός αναγνώστης παρασύρεται από τους χαρακτήρες του και την ικανότητα του Ντίκενς να ψυχογραφεί τους ανθρώπους ακόμα και από τα εξωτερικά τους σουσούμια. Κεντρικός ήρωάς του ο αινιγματικός και επίφοβος Τζάσπερ, αξιοσέβαστος αρχιμουσικός αλλά και οπιομανής, ερωτευμένος με την τρυφερή Ρόζα, χλιαρή αρραβωνιαστικιά του άχρωμου ανιψιού του Εντουιν, ο οποίος εξαφανίζεται. Ο γρίφος θα μείνει άλυτος και θα ασχοληθούν μ’ αυτόν ιερά τέρατα όπως ο Τσέστερτον ή ο Μπέρναρντ Σο και πλήθος από κατοπινούς «ντρουντιστές». Παρ’ όλ’ αυτά, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ο Ντίκενς θα τα κατάφερνε να «τραβήξει» ψηλά το τελευταίο του μυθιστόρημα.