Ο Ντίκενς ήταν ο πρώτος μεγάλος μυθιστοριογράφος που έγραψε για το Λονδίνο, τη μεγαλύτερη – τότε – πόλη του κόσμου και το ανέδειξε ως τη λογοτεχνική του μούσα. Ενα βρώμικο, σαθρό Λονδίνο, γεμάτο απελπισμένους, άστεγους και πεινασμένους. Οι άνθρωποι μάζευαν σκουπίδια για λίγα λεφτά. Ο ίδιος τριγυρνούσε στους δρόμους, ειδικά τη νύχτα, φτιάχνοντας ιστορίες στο κεφάλι του, σε μια μισοσκότεινη πόλη που ενέπνεε φόβο. Κάπως έτσι έμπαινε στο κλίμα της μεγαλούπολης, εμπνεόμενος ιστορίες μέσα από το πλήθος αλλά και από το περίπλοκο μυαλό του. Εγραψε για οικονομικά προβλήματα, για τη μετανάστευση, για την ανεπαρκή εκπαίδευση, τα σωφρονιστικά ιδρύματα, για την έλλειψη στέγης – πράγματα κοινά στους Λονδρέζους του σήμερα. Και γιατί όχι, αφού σήμερα οι φτωχοί είναι το ίδιο φτωχοί αν όχι και φτωχότεροι. Σε αρκετά του έργα έβαζε κάποιους χαρακτήρες να βοηθούν τους αδύνατους ακόμη κι αν δεν ήταν οικονομικά ισχυροί.

Ο Ντίκενς ανέδειξε το βικτωριανό Λονδίνο ως πόλη του μυθιστορήματος, μια πόλη του μοντερνισμού, του πολιτισμού, αλλά και του χάους. Υπήρξε ο μεγαλύτερος άγγλος ποιητής της πόλης που έγραψε σε πεζό λόγο. Ετσι μετά τον θάνατό του, νεότεροι συγγραφείς θα αναδείξουν το αστικό πεδίο ως χώρο δράσης κοινωνικών αντιθέσεων και αναδίπλωσης κάθε καλλιτεχνικής φόρμας.

Αραγε σήμερα τι γνώμη θα είχε για τη μεγαλούπολη; Θα συμφωνούσε με τις πρόσφατες αναταραχές; Πόσο θα διακινδύνευε τη δική του προνομιακή θέση δίνοντας φωνή στους εξεγερμένους; Πολλές συζητήσεις γίνονται για την πολιτική του θέση – σε αντιστοιχία με τις σημερινές πολιτικές εκφάνσεις – όμως τα βιβλία του στέκουν ακλόνητα, πέρα από τις ιδεολογικές ερμηνείες που κατά καιρούς τα διαπερνούν. Σίγουρα όμως δεν ήταν βιβλία που ύμνησαν την πλουτοκρατία και τη δύναμη των λίγων.