Το ελληνικό Ιππικό θα έκανε μία ακόμη εμφάνιση το καλοκαίρι του 1944 στη θεσσαλική «μάχη της σοδειάς», που σκοπό είχε να αποτρέψει την αρπαγή της παραγωγής από τους κατακτητές, σε λίγο όμως θα άρχιζε να φθίνει. Στα χρόνια του Εμφυλίου θα είχε μικρή συμμετοχή και από τις δύο πλευρές στη μάχη της Καρδίτσας και από τότε θα εμφανιζόταν όλο και λιγότερο. Μια ελάχιστη κληρονομιά θα άφηνε ίσως με την παρουσία του Σώματος των ημιονηγών, των οδηγών δηλαδή των ημιόνων, που είχαν τη δική τους μεταγωγική ιστορία και που, όπως μαρτυρούν πεζογραφήματα σαν το «Κάτω από τις οπλές» του Γιάννη Ατζακά, θα επιζούσε σαν σώμα υποδοχής «ανεπιθυμήτων», τουλάχιστον το 1968.

Η δικτατορία θα φρόντιζε να διανθίσει τη μυθολογία των ημιονηγών με οδηγίες του τύπου «η δερματοκομία είναι δουλειά λεπτή που πρέπει να γίνεται με καλοσύνη, ενώ η βάρβαρη δερματοκομία που τραυματίζει και εκνευρίζει τα κτήνη περισσότερο τα βλάπτει παρά τα ωφελεί», το αυθεντικό σώμα του Ιππικού όμως σπάνια θα είχε την τιμή να γίνει αντικείμενο οποιασδήποτε αφήγησης. Εντάξει, ο Σπίλμπεργκ δεν είχε απολύτως καμία πιθανότητα να καταπιαστεί με ένα τέτοιο θέμα, τα άλογα των ελληνικών πολέμων όμως ούτε από τα δικούς τους διαχειριστές πρέπει να μνημονεύτηκαν συχνά. Τη στιγμή που σε κάποιες χώρες σήμερα υπάρχουν ακόμη και μνημεία πεσόντων αλόγων, στην Ελλάδα κυριαρχούν όσα αφορούν ανθρώπους και μόνο. Μια εξήγηση επιχειρεί να δώσει η κ. Μυράτ. «Ηταν απλώς ένα εργαλείο, σαν φορτηγό, ή κάτι σαν όπλο. Στη χώρα δεν έχουμε την απαραίτητη ιππική παιδεία για να τα τιμήσουμε με κάποιο τρόπο. Οποιος ξέρει την ψυχή τους και το πόσο μπορούν να βοηθήσουν, ξέρει και ότι έτσι τα αδικούμε».