Για τους πιο υποψιασμένους, το ερώτημα που θέτει η Μαίρη Μπίαρντ στο πρόσφατο τεύχος του «New York Review of Books» – «Πόσο μέγας ήταν ο Αλέξανδρος;» – κομίζει σάρισα στη Βεργίνα. Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες έχει καθαρογραφεί ουκ ολίγες φορές στην ατζέντα της επιβεβαίωσης, αναθεώρησης ή διερεύνησης του μύθου. Παρά το αμπαλάρισμα – ακαδημαϊκό, κινηματογραφικό, μυθιστορηματικό – το βασικό δίλημμα παραμένει ανεξίτηλο για δύο χιλιετίες, γράφει η καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιότητας του Κέιμπριτζ: «Τελικά, είναι να τον θαυμάζει κανείς ή να τον απεχθάνεται;».

Στο ναρκοθετημένο πεδίο της ιστοριογραφίας τα έτοιμα συμπεράσματα μπορεί να σκάσουν σαν χειροβομβίδες στα χέρια του ιστορικού. Αντιθέτως, η αμφιβολία αποτελεί τη βασιλική οδό προς την αναψηλάφηση. Το ντιμπέιτ για τον Αλέξανδρο κρατάει χρόνια, αλλά όλο και κάποια νεότερη ψηφίδα προστίθεται στο μωσαϊκό. Οπως η περίφημη διαμάχη για την «ελληνικότητα» του Αλέξανδρου, την οποία η Μπίαρντ περιγράφει σαν ειδικό εφέ χωρίς καμιά ουσία. «Ηταν Σλάβος, όπως θα ισχυριζόταν ο ηγέτης της FYROM – άρα κι ένα κατάλληλο όνομα για το αεροδρόμιο των Σκοπίων; Ή ένας Ελληνας από καλή γενιά; Η αστοχία αυτού του διλήμματος είναι εμφανής: η αρχαία εθνική ταυτότητα είναι μια ολισθηρή έννοια – και η εθνική ταυτότητα των Μακεδόνων τυλίγεται μέσα στον μύθο, όπως δείχνει ο Γιουτζίν Μπόρζα στο παράρτημα τής «Αλεξάνδρου Αναβάσεως» (Landmark Arrian)».

Η 56χρονη καθηγήτρια, τακτική αρθρογράφος των «Times» και συνεργάτις του BBC, αντιμετωπίζει με τον ίδιο σαρκασμό την επιστολή 300 ακαδημαϊκών προς τον Μπαράκ Ομπάμα, με την οποία διακηρύσσουν ότι ο Αλέξανδρος ήταν «αναμφισβήτητα Ελληνας». «Εάν πραγματικά ήθελαν να υπονομεύσουν τις αξιώσεις της FYROM, δεν θα ήταν καλύτερο να μην τις πάρουν καν στα σοβαρά;» έγραψε πρόσφατα στο blog της «A Don’s life». Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, συνεχίζει, η πολιτική διαμάχη πήρε φωτιά, όταν «ένα κιτσάτο άγαλμα τριάντα τόνων ανεγέρθηκε στην κεντρική πλατεία των Σκοπίων» (προφανώς η Μπίαρντ δεν έχει ενημερωθεί για το άγαλμα των εφτά μέτρων που δώρισε το περασμένο καλοκαίρι στο Λιτόχωρο ο Γιώργος Καρατζαφέρης).

Ξεπερνώντας την εθνικιστική ρητορεία της επικαιρότητας, που δεν προσφέρει τίποτε στην ανάγνωση του Αλέξανδρου, η Μπίαρντ πέφτει πάνω στον αιώνιο γρίφο: σίριαλ κίλερ ή στρατιωτική ιδιοφυΐα της αρχαιότητας; Η απάντηση δεν είναι αθώα. Κάτι περισσότερο: είναι ερμηνεία. Στη μια πλευρά στέκει ο πιο αυστηρός κριτής του θρύλου, Μπράιαν Μπόσγουορθ (A. Brian Bosworth, «Conquest and empire: the reign of Alexander the Great»), που κινεί τα νήματα του αναθεωρητισμού: «Ξόδεψε μεγάλο μέρος της ζωής του δολοφονώντας ή σκηνοθετώντας δολοφονίες – κι αυτό ήταν το μεγάλο του προσόν, τελικά». Στην άλλη πλευρά, ο πρώτος που σηκώνει το γάντι είναι ο καθηγητής Κλασικών Σπουδών Φίλιπ Φρίμαν: «Υπήρξε ένας άνθρωπος της βίαιης εποχής του, ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από τον Ιούλιο Καίσαρα ή τον Αννίβα».

Εάν οι μέθοδοί του προκαλούν τέτοιες αντιπαραθέσεις, ο σκοπός της εκστρατείας του ρίχνει λάδι στη φωτιά. Μια προσγειωμένη ερμηνεία τον θέλει συνεχιστή των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία, τις οποίες ξεκίνησε ο πατέρας του. Σύμφωνα με τον Ιαν Γουόρθινγκτον, το κίνητρο του Αλέξανδρου ήταν να ξεπεράσει τον Φίλιππο Β’ με όλα τα δυνατά μέσα. «Θέλετε κι άλλη ψυχολογία;», γράφει η Μπίαρντ. «Ο συγγραφέας τονίζει ότι ο Αλέξανδρος υπέφερε από «μια μορφή παράνοιας την οποία εξέθρεψε το αίσθημα περιθωριοποίησής του κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Φιλίππου»».

Οσοι αναζητούν το άγιο δισκοπότηρο – το ιστορικό πρόσωπο του Μακεδόνα στρατηλάτη – κάνουν τα ίδια λάθη, ισχυρίζεται η αρθρογράφος, για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, επειδή οι περισσότερες μαρτυρίες για τη δράση του Αλέξανδρου γράφτηκαν εκατοντάδες χρόνια μετά τον θάνατό του. Δεύτερον, επειδή ακόμα κι αυτές που θεωρούνται σύγχρονές του ελέγχονται για την αξιοπιστία τους. Κι έτσι, οι εικασίες δεν λείπουν από τη βιογραφία του Φ. Φρίμαν («Κάποιος θα ρωτούσε γιατί παντρεύτηκε ξαφνικά μια Βακτριανή. Η πιθανότερη απάντηση είναι ένα μείγμα πολιτικής και πάθους»). Αντίθετα, οι ιστορικές αποδείξεις περισσεύουν στο βιβλίο του Πιερ Μπριάν «Ο Μέγας Αλέξανδρος και η αυτοκρατορία του», το «πιο ενδιαφέρον δυνητικά», σύμφωνα με την αρθρογράφο. Ο γάλλος ιστορικός στην επανέκδοση της βιογραφίας του 1974 εντάσσει τον ήρωά του στο κάδρο της Περσικής Αυτοκρατορίας και επικαλείται ντοκουμέντα που αποδεικνύουν ότι ο Αλέξανδρος έδρασε σαν συνεχιστής της παράδοσης των Αχαιμενιδών.

Εφεύρεση των Ρωμαίων

Ωραία τα διλήμματα. Ομως η Μπίαρντ έχει κάποια έτοιμη πρόταση για την αναψηλάφηση του μύθου μέσω… Ρώμης. Εκεί όπου άλλοι ιστορικοί προτείνουν τη «λατρεία του σώματος» και τον ομοερωτισμό σαν κλειδί για την αποκρυπτογράφηση του Αλέξανδρου,

η αγγλίδα καθηγήτρια τοποθετεί τη δική της εκδοχή. «Οι Ρωμαίοι συγγραφείς δεν τον χρησιμοποίησαν απλώς σαν μοντέλο για τους δικούς τους ηγέτες, αλλά λίγο πολύ κατασκεύασαν τον Αλέξανδρο όπως τον ξέρουμε. Η πρώτη χρήση του τίτλου «Αλέξανδρος ο Μέγας» καταγράφεται σε μια κωμωδία του Πλαύτου, στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ.».

Για να ενισχύσει το επιχείρημά της, επιστρατεύει το ισχυρό όπλο του ιστορικού πλαισίου. Οι μαρτυρίες για τους άθλους του Αλέξανδρου (Διόδωρος Σικελιώτης, Αρριανός) γράφτηκαν επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπό το πρίσμα μάλιστα του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού. «Οταν ο Αρριανός υπογραμμίζει τη χρήση ξένων στρατιωτών από τον Αλέξανδρο, καθώς και τις διαφυλετικές προσμείξεις που επέβαλε, φέρνει στο μυαλό

τις πρακτικές της Ρώμης: τη χρήση βοηθητικού στρατού από τις περιφέρειες της αυτοκρατορίας και την ενσωμάτωση υπηκόων από τις κατακτημένες περιοχές – όπως

ο ίδιος ο Αρριανός – στην αυτοκρατορική διοίκηση».