Είμαι εναντίον της βίας. Η συγκεκριμένη δήλωση δεν είναι πια κοινότοπη. Αν την κάνεις δημοσίως, κινδυνεύεις να χαρακτηριστείς από φλούφλης έως εγκάθετος και φασίστας.

Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ πως αυτό που ακολούθησε τον θάνατο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου 2008 (και μόνο τη συγκεκριμένη νύχτα) ήταν κάτι θετικό. Αν το σκεφτεί κανείς, είναι η μοναδική φορά που ο ελληνικός λαός αντέδρασε αυθόρμητα σε μια μεγάλη αδικία. Στην προκειμένη περίπτωση, στις συνεχιζόμενες και ατιμώρητες αστυνομικές αυθαιρεσίες, με πιο θλιβερό παράδειγμα τον εν ψυχρώ φόνο του σέρβου φοιτητή στη Θεσσαλονίκη στα τέλη του προηγούμενου αιώνα.

Μέχρι εκεί όμως… Σχεδόν αστραπιαία το σκηνικό άλλαξε. Η «επανάσταση» έγινε trendy, οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας έδωσαν τη θέση τους σε μια λυσσαλέα τυφλή βία από τους γνωστούς – αγνώστους (οι οποίοι τότε βαφτίστηκαν «επαναστατημένοι νέοι») και – μέσα σ’ ένα κρεσέντο ψευτοαριστερού λαϊκισμού – η αυθόρμητη αντίδραση του κόσμου έχασε την ουσία της και μετατράπηκε σε ένα καταστροφικό πανηγύρι. Το χειρότερο απ’ όλα: το πτώμα του Γρηγορόπουλου σκυλεύτηκε ανελέητα από τους δήθεν «φίλους του» είτε για μικροπολιτικούς σκοπούς είτε για διαφυγή από δικά τους προσωπικά αδιέξοδα. Στη μνήμη του «Αλέξη» γράφτηκαν άπειρα σαχλά ποιήματα και τραγουδάκια…

Σήμερα, ελάχιστοι θυμούνται ουσιαστικά τον χαμό του «Γκρέγκορυ». Ορισμένοι τον βιώνουν όπως ένας φίλαθλος του καναπέ την ήττα της αγαπημένης του ομάδας. Περισσότεροι απλώς αναπολούν τις στιγμές που «βγήκαν στους δρόμους». Η 6η Δεκεμβρίου έχει οριστικά περάσει στο φολκλόρ των εκφυλισμένων επετείων πλάι στη 17 Νοέμβρη. Πρόκειται για την απάντηση των «αριστερών» στην καπηλεία των δύο εθνικών εορτών από τους δεξιούς.