Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης δεν άλλαξε τα δεδομένα στο χρονίζον πρόβλημα της διαφοράς μεταξύ της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ, για το όνομα της γειτονικής χώρας.

Η δήλωση του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Αντερς Φογκ Ράσμουσεν ότι η ετυμηγορία δεν μεταβάλλει την απόφαση του Βουκουρεστίου αλλά και τα συμπεράσματα του Συμβουλίου Γενικών και Εξωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης της περασμένης Δευτέρας 5 Δεκεμβρίου, στο κείμενο των οποίων επαναλαμβάνεται η διατύπωση των δύο προηγούμενων ετών, στην οποία χαρακτηρίζεται ουσιαστικής σημασίας η εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης για το όνομα, επιβεβαιώνουν ότι οι υφιστάμενες ισορροπίες δεν διαταράχτηκαν.

Θα ήταν όμως λάθος για την ελληνική πλευρά να επαναπαυθεί στη διατήρηση του υφιστάμενου status quo. Η διαιώνιση του θέματος αυτού είναι ένα βαρίδι στη διπλωματική φαρέτρα της ελληνικής κυβέρνησης, σε μια περίοδο κατά την οποία μας χρειάζεται όλο το διπλωματικό κεφάλαιο που μπορούμε να διαθέσουμε.

Η ετυμηγορία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης πρέπει να ιδωθεί ως μια ευκαιρία για να συνεχιστεί ακόμη πιο αποφασιστικά ο διάλογος με τη γειτονική χώρα, με στόχο την τελική λύση.

Η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, παρά τις κωλυσιεργίες τής άλλης πλευράς, κράτησε ανοιχτό τον δίαυλο επικοινωνίας και διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, εμπλούτισε μάλιστα την επικοινωνία αυτή με απευθείας επαφές των δύο πρωθυπουργών, του κ. Παπανδρέου με τον κ. Γκρούεφσκι. Η περίοδος αυτή απέδειξε σε όλους ότι το πρόβλημα δεν ήταν από ελληνικής πλευράς αλλά, αντίθετα, από την πλευρά των Σκοπίων.

Αν πάντως κάτι διδάσκει η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, κατά κύριο λόγο, είναι πόσο τραγικό λάθος συνιστά η εργαλειακή χρήση των εθνικών θεμάτων για τις ανάγκες της εσωκομματικής αντιπαράθεσης. Ολοι θυμούνται στη Βουλή τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, την Ντόρα Μπακογιάννη, τότε υπουργό Εξωτερικών, αλλά και τον νυν αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας Αντώνη Σαμαρά να υπερηφανεύονται για το «ελληνικό βέτο», ξεχνώντας ένα βασικό αξίωμα: ότι κάθε λέξη που προφέρει ένας αξιωματούχος έχει εξαιρετική βαρύτητα.

Αλλά αξίζει νομίζω και μια τελευταία επισήμανση. Στον δημόσιο διάλογο, έχουμε ξεχάσει ότι νίκη της ελληνικής διπλωματίας στο ζήτημα του ονόματος θα ήταν η οριστική επίλυσή του κατά τρόπο που να προστατεύει μεν τα εθνικά μας συμφέροντα αλλά, ταυτόχρονα, να είναι επωφελής και για τις δυο πλευρές. Το Βουκουρέστι δεν ήταν νίκη. Ηταν μια αναγκαία κίνηση σε ένα δύσκολο διπλωματικό παιχνίδι.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να έχουμε συνεχώς στον νου μας ότι τους γείτονές μας δεν τους διαλέγουμε. Οτι με αυτούς καλούμαστε να συνυπάρξουμε μέσα σε δύσκολες συνθήκες για την Ευρώπη και για τον κόσμο. Η μη λύση, η παρελκυστική τακτική, ίσως και ο μαξιμαλισμός που εκπέμπουν και σήμερα ορισμένες φωνές μπορεί να προσφέρουν χρόνο αλλά έχουν και μεγάλο κόστος. Ας μην ξεχνάμε ότι μια μικρή νίκη μπορεί να είναι πύρρειος αν χάνουμε τον τελικό στόχο ο οποίος είναι η ανάγκη να πολλαπλασιαστούν οι προσπάθειες για οριστική επίλυση.

Η Μαριλένα Κοππά είναι η επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων