Μάχη συμβόλων, μηνυμάτων, τσιτάτων από σοφούς στους οποίους αναζητείται η ποιότητα του πνεύματος που η Ευρώπη της κρίσης αγωνιά ότι χάνει.

Μέσα σε όλα έρχονται και τα «ακατανόητα» καμώματα του Μπερλουσκόνι που συνεχίζουν να προβάλλονται από τα εγχώρια και ευρωπαϊκά δίκτυα σαν πινελιά πικρής σάτιρας εκείνου του ρεύματος της πολιτικής που εκμεταλλεύτηκε την τηλεοπτική πολτοποίηση και αφασία για να κυριαρχήσει με τα πολύ τηλεοπτικά ήθη του στις συνειδήσεις των ψηφοφόρων. Πάντως, όλοι γελούν.

Τον είδαμε να αφηγείται ανέκδοτο, με τον ίδιο πρωταγωνιστή, μπροστά σε πλήθη δημοσιογράφων και οπαδών του on camera, της οποίας τον ρόλο στην ταχύτατη και επίπεδη μετάδοση ευανάγνωστων μηνυμάτων γνωρίζει καλύτερα από όλους. Το «αστείο» τον ήθελε να επιβεβαιώνει ακόμη και μπροστά στον θάνατο την αστείρευτη σεξουαλική ορμή του. Υποτίθεται ότι πέφτει από έναν ουρανοξύστη και κραυγάζει «ααααααααα!» με τρόμο αλλά φτάνοντας στο δέκατο πάτωμα βλέπει από το παράθυρο μια ωραιότατη γυναίκα γυμνή και τότε αλλάζει η κραυγή του σε θαυμαστικό «ωωωωωωω!». Ανόητος; Θα ήταν η ευκολότερη ανάγνωση.

Ωστόσο σε μια Ευρώπη οι ηγέτες της οποίας διαβουλεύονται, διαπληκτίζονται και αποκαλύπτουν βαθύτατες ρωγμές στην ιδέα της ένωσής της, τη μεγαλύτερη κρίση την περνούν τα σύμβολα και οι συμβολισμοί, οι οποίοι την υπηρέτησαν.

Ο κ. Μπερλουσκόνι είναι, πέρα από όλα αυτά, ο κύριος Τηλεόραση, είναι ο διαχειριστής και κύριος εκφραστής των ουσιαστικότερων μηνυμάτων του τηλεοπτικού πολιτισμού, των μηνυμάτων που απευθύνθηκαν στη δραστήρια και γεμάτη ζωική ενέργεια μεγάλη μεσαία τάξη. Αυτή που κατανάλωσε τον κύριο όγκο των τηλεοπτικών παραμυθιών, τα οποία με τόση μαεστρία τής αφηγήθηκε η μπερλουσκονική τηλεόραση. Παραμύθια τα οποία έδωσαν διέξοδο στη ρουτίνα της μονοτονίας και τη σεξουαλική μετριότητα – κυρίως αυτή – ενός συντηρητικού, καταπιεσμένου μικροαστισμού, που από περιθώριο κομματικών και οικονομικών ελίτ μπορούσε να βγει στο τηλεοπτικό προσκήνιο και να κυριαρχήσει στο θέαμα προβάλλοντας τον εαυτό της. Από «τηλεπαιχνίδια» με νοικοκυρές που έχαναν ένα, ένα τα ρούχα τους μέχρι εκπομπές αλλαγής ερωτικών συντρόφων και ψευτοχλιδάτα σόου – σπαγγέτι, όπου κυριαρχούσε το κιτς ενός σεξουαλισμού της λιγούρας, παντού η μπερλουσκονική τηλεόραση πρόσφερε στο χαλαρό συνονθύλευμα των καταναλωτών του περιττού που στήριξε τις εποχές της ευημερίας, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως «μεσαία τάξη», την ιδανική συνδετική ουσία, το σεξ, εντός βεβαίως των αναγνωρίσιμων παραδόσεων του πατριαρχισμού.

Ηταν και παραμένει σαφής η πολιτική «πρόταση» του Μπερλουσκόνι. Ως εκ τούτου, εμφανίζεται και ως ο πλέον σταθερός στις αρχές της ιδεολογίας του ευρωπαίος αρχηγός κράτους, διότι αυτή συνοψίζεται στο «βασικό ένστικτο».

Την ώρα που η Ευρώπη σπαρταράει, οι λαοί της απογοητευμένοι και διαψευσμένοι πνίγονται από ανασφάλεια και οι κομματικοί και κυβερνητικοί στρατοί μπλέκονται σε τηλεοπτικές αναζητήσεις και αναλύσεις συμβολισμών που έχει αποδυναμώσει ο μακρός χρόνος εκμετάλλευσής τους για μύριους διαφορετικούς σκοπούς, συχνά ώς και εχθρικούς μεταξύ τους, ο Μπερλουσκόνι εμφανίζεται αυτογελοιοποιούμενος με χαζά ανεκδοτάκια, σαν να μην υπολογίζει την ευρωπαϊκή τραγωδία.

Αλλά ο κύριος Τηλεόραση γνωρίζει, και οι ψηφοφόροι του δεν τον έχουν διαψεύσει, ότι στην Ευρώπη ούτε το όνειρο του Μαλρό για την επέκταση των μουσείων κυριάρχησε του ποδοσφαίρου και των στοιχημάτων, ούτε ο Αισχύλος και ο Πλάτωνας. Παραμένει ένας σκληρός πυρήνας ανθρώπινων ενστίκτων, στα οποία και απευθύνεται με απόλυτη αμεσότητα μέσω της τηλεοπτικής κάμερας προτείνοντας τη δική του «συνταγή».

Ως εκ τούτου, ουδεμία ιδεολογική διαφορά έχουν με τον κ. Μπερλουσκόνι όσοι παίζουν με όρους τηλεόρασης το πολιτικό παιχνίδι, ειδικώς οι πλέον όψιμοι στο είδος που συμμαχούν με τον τηλεοπτικό λαϊκισμό για να εκμεταλλευτούν την οργή του κόσμου απευθυνόμενοι στο ερεθισμένο θυμικό του. Και αυτοί θέση εξουσίας επιθυμούν να καπαρώσουν με την ίδια ακριβώς μέθοδο του βαρβαρικού τηλεοπτικού κυνισμού.