Προϊόν των καιρών η εξόχως φωτογενής Ζέτα Μακρυπούλια, σταθερή πλην διακριτική παρουσία όσο είχε ρολάκια σε τηλεοπτικές σειρές και ρόλο συνοδού του Αντώνη Ρέμου. Την πριμοδότησε ο ρόλος της Αμαλίας στο «Παραπέντε», ήρθαν ρόλοι κινηματογραφικοί, σε τηλεοπτικής αισθητικής μεν ταινίες, πλην ευχάριστα αναλώσιμες από νεανικό κοινό, τέλειωσε και το αργόσυρτο ménage a deux με τον Ρέμο, που την είχε περιορίσει στην αρμοδιότητα των αποκλειστικώς κουτσομπολίστικων στηλών, και η Ζέτα Μακρυπούλια αναδύθηκε ωσάν Αφροδίτη στα από καιρό λιμνάζοντα ύδατα της εγχώριας σοουμπίζνες για να προσφέρει εαυτόν προθύμως στις κάμερες, που έπεσαν σαν τις αρκούδες στο μέλι. Το ιδιαίτερο ταλέντο της; Ανεση στον φακό. Χωρίς στεγανά. Ώς εδώ μια χαρά.

Παρουσιάστρια στο χορευτικό ριάλιτι διασημοτήτων του Αnt1, αεικίνητη επαγγελματικώς, αλλά και ευνοημένη από τη συγκυρία, έγινε το επίκεντρο της αγέλης των αρκούδων με τα μικρόφωνα και τις κάμερες. Εδώ όμως άρχισαν τα δύσκολα.

Γιατί μια darling του μιντιακού τσίρκουλου οφείλει να συμπληρώνεται από τα μικροαστικά χαρακτηριστικά που απαιτεί ο ρόλος. Δυστυχώς, η Ζέτα τον αποδέχθηκε. Το στόρι «έρωτας με τον Μιχάλη Χατζηγιάννη» έχει όλα τα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού που λατρεύει η αρένα των μίντια. Με υπονοούμενα για τα προσωπικά της στην αρχή και μετά με πρόσκληση για πλήρη θέα σε αυτά, κλείνει το μάτι στη βαρβαρότητα.

Το πρώτο καμπανάκι «ακούγεται» – το άκουσε άραγε; – όταν γίνεται ερήμην της το επίκεντρο μιας κατασκευασμένης από τα κουτσομπολάδικα κόντρας με τον Χρήστο Λούλη.

Τα πράγματα αρχίζουν να σκουραίνουν. Οταν στην αρένα μυρίσει κρέας, η όρεξη είναι ακόρεστη. Το στόρι με τον Χατζηγιάννη παραγίνεται θέαμα. Ξεκινάει η φετινή τηλεοπτική σεζόν και πάλι η Ζέτα στο επίκεντρο και, μάλιστα, με μια νέα υφέρπουσα κόντρα να διαγράφεται με την Ελένη Γερασιμίδου.

Ο κίνδυνος να καταντήσει το τζούφιο προϊόν του αγωνιώδους φινάλε μιας εποχής είναι ορατός. Δροσερή new entrance της σοουμπίζνες χθες, προσφέρθηκε μόνη της για θύμα του υστερικού μιντιακού βαμπιρισμού. Το χειρότερο που μπορεί να της συμβεί είναι να την χρησιμοποιήσουν – έχει αρχίσει ήδη να γίνεται – σαν μοναδική γλάστρα μιας αποχερσωμένης σοουμπίζνες και να πληρώσει την δυσθυμία του κοινού.