Τέλος άνοιξης, αρχές καλοκαιριού, η κατσαρόλα ήταν στην ημερησία διάταξη. Τίτλος βιβλίου («Η εποχή της άδειας κατσαρόλας»), επιχείρημα των «Αγανακτισμένων» και κάποιων καλλιτεχνών για τις μαύρες μέρες που μας περιμένανε – αν ήρθανε και σε ποιον βαθμό αυτό ποικίλλει ανάλογα με την τσέπη και την κομματική ιδεολογία του καθενός. Δεν είναι αυτό το θέμα μας. Οταν χρησιμοποιείς μια λέξη όπως αυτή της «κατσαρόλας», σημαίνει ότι με συνοπτικές διαδικασίες θέλεις να κάνεις τους άλλους κοινωνούς ενός τρομακτικού γεγονότος που πρόκειται να συμβεί, ώστε να αφυπνιστούν και στη συνέχεια – δικαιολογημένα – να εξεγερθούν. Αν λάβουμε υπόψη μας όμως τα γεγονότα που μεσολάβησαν ανάμεσα στην κατσαρόλα που παιάνιζε και το σήμερα, όχι άδικα θα ισχυριζόταν κανείς πως καμιά αναμενόμενη αντίδραση δεν προέκυψε.

Τελικά, αντί ο ήχος της κατσαρόλας να συνεγείρει σε βαθμό ώστε το αίσθημα της κοινωνικής συνοχής να εμφανιστεί ενισχυμένο, έτρεψε τον καθένα ακόμη πιο αποφασιστικά στην εύκολη διέξοδο του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Γεγονός που το γνωρίζανε πολύ καλά όσοι «έγκυρα» καταστροφολογούσαν με την άμεση προοπτική της άδειας κατσαρόλας.

Δεν χρειάζεται άπειρος χρόνος για να αποδειχθεί η βαθύτερη αλήθεια των προσώπων και των πραγμάτων. Ακριβώς επειδή η κατσαρόλα δεν χρησιμοποιήθηκε για αφύπνιση ή ευαισθητοποίηση αλλά για να κάνει την αναμπουμπούλα και τον πανικό ακόμη μεγαλύτερους, δεν απέφερε κανένα αποτέλεσμα – ή μάλλον απέφερε το ακριβώς αντίθετο: την αναισθησία του ενός για τον άλλον. Ενα γεγονός, ένα αντικείμενο ή μια ιδέα, για να μεταποιηθεί σε σύμβολο, ώστε όλοι να προσβλέπουν σ’ αυτό ως μια υπόσχεση σωτηρίας, χρειάζεται να μην επενδύεται με τίποτε το ευκαιριακό και προπαντός το άμεσα εξαργυρώσιμο. Διαφορετικά το σύμβολο εκπνέει, με την πραγματική ανάγκη που το δημιούργησε να παραμένει αγιάτρευτη ή κάτι ακόμη περισσότερο: να επιδεινώνονται οι συνθήκες που την προκαλούν. Κι αν όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα, πώς γίνεται να μη μας υποψιάζει κάτι ολοφάνερα χοντροκομμένο: ο τόνος της φωνής όσων χρησιμοποιούσαν μέσα σε οποιαδήποτε σύμφραση – απειλητική ή καταστροφολογική – τη λέξη «κατσαρόλα». Ενας τόνος που θριαμβολογούσε γιατί η κατσαρόλα άδειαζε πια και εμείς – οι περισσότεροι τουλάχιστον – κωφεύαμε στις προβλέψεις τους που μεταβάλλονταν από στιγμή σε στιγμή σε πραγματικότητα.

Οταν ο πόνος είναι ειλικρινής, γιατί η κατσαρόλα έχει αδειάσει ή πρόκειται να αδειάσει, δεν μετέρχεσαι το γεγονός με έναν τόνο που υποχρεώνει τους άλλους να σε αναγνωρίσουν ως προφήτη.

Σε μια μεγάλη οικονομική κρίση, δεν διεκδικούμε την πρωτιά ως προς την αναγγελία των δεινών που επέρχονται. Ανασκουμπωνόμαστε ώστε όσους τρομάζουν και πανικοβάλλονται να τους διατηρήσουμε, όχι βέβαια κοροϊδεύοντάς τους, ψύχραιμους. Οσο κι αν ο Μπρεχτ μας λέει ότι το εμπόριο συνεχίζεται απτόητο ακόμη και σε καιρό πολέμου, δύσκολα μπορείς να καταλάβεις πόσο αποδοτικά υποψήφια πελατεία μπορούν να θεωρούνται άνθρωποι που ακόμη ανασαίνουν και, κατά συνέπεια, ελπίζουν.

Επειδή όμως το θέμα της κατσαρόλας πήρε για περίπου δύο μήνες τόσο μεγάλη έκταση, ενώ σήμερα είναι σαν να μην υπήρξε, αισθανόμαστε την ανακολουθία αυτή να μας διαφωτίζει σε κάτι πολύ σημαντικό: όσο επιφυλακτικοί ή κάθετοι χρειάζεται να είμαστε σε όσους προκαλούν τις κρίσεις, άλλο τόσο χρειάζεται να είμαστε σε εκείνους που επισπεύδουν την ύπαρξη των δεινών που πρόκειται να προκληθούν. Ενώ δείχνουν να σέβονται σύμφυτες με την ύπαρξη του ανθρώπου ανάγκες, στην ουσία τις εξευτελίζουν με τον τρόπο που τις υπογραμμίζουν. Επειδή η κατσαρόλα είναι κυριολεκτικά ζήτημα ζωής και θανάτου, δεν τη μετέρχεσαι ως άδεια πριν αυτό συμβεί. Εστω και ως προειδοποίηση.

Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη»