«Τα τρία κάππα» του νεοελληνικού Διαφωτισμού μνημόνευε συνθηματικά στις κουβέντες του ο Κ. Θ. Δημαράς• εννοούσε τον Καταρτζή, τον Κοραή και τον Κουμανούδη, λογίους που τιμούσε ιδιαιτέρως και ασχολήθηκε με το έργο τους. Η «Συναγωγή νέων λέξεων» (1900) του τελευταίου, πρωτότυπη συνάθροιση, χρονοθέτηση και κατάταξη νέων λέξεων ή όρων που πλάστηκαν από λογίους κατά τη λειτουργική εξέλιξη της νεοελληνικής γλώσσας, ήταν βιβλίο αναφοράς για τον Δημαρά, που προλόγισε με ένα μεστό μελέτημα («Λεξικογραφία και ιδεολογία») την επανεμφάνιση του ιδιότυπου αυτού λεξικού νεολογισμών στην εκδοτική αγορά το 1980.

Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Κουμανούδης και γιατί γοητεύει αυτός ο πολυσχιδής πανεπιστημιακός (αλλά διόλου συνοφρυωμένος) δάσκαλος; Τον άνθρωπο, τη βιοθεωρία του, το χιούμορ του, τη σχέση του με την εποχή του μας ξεκλειδώνει καλά η δημοσίευση του προσωπικού του ημερολογίου. Είκοσι χρόνια μετά την έκδοση του Ημερολογίου της περιόδου 1845-1867 από τον «Ικαρο», κυκλοφόρησε και το πολυαναμενόμενο πρώτο νεανικό Ημερολόγιο, των χρόνων 1837-1845, περιλαμβάνει τα της πνευματικής του συγκρότησης και μαθητείας στην Ευρώπη.

Γεννημένος στην Αδριανούπολη (1818), αλλά μεγαλωμένος στο Βελιγράδι όπου μετακινήθηκε η οικογένειά του, έλαβε ελληνική παιδεία, αλλά ως τυπικός Βαλκάνιος γνώριζε σέρβικα, ρωσικά, τουρκικά και, όταν θέλησε να διευρύνει τον πνευματικό του ορίζοντα, έφυγε για σπουδές στην Εσπερία• το οικογενειακό περιβάλλον τον στήριξε στις επιλογές του, παρά το ότι δεν θέλησε να σταδιοδρομήσει στο εμπόριο και τις επιχειρήσεις, κατά τα πατροπαράδοτα. Στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις ακονίζει το πνεύμα του σχεδόν επί μία δεκαετία: κατ’ αρχάς στο Μόναχο (1835-1840), κατόπιν στο Βερολίνο (1840-1842) και, τέλος, στο Παρίσι (1842-1844).

Τα «Μοναχικά» χρόνια τον σφράγισαν. Βρήκε φιλελληνικό περιβάλλον (η εν Ελλάδι βαυαροκρατία συνέτεινε σε αυτό), καλούς καθηγητές στα μαθήματα της Κλασικής Φιλολογίας και της Φιλοσοφίας, με πίστη στην αξία της γενικής, ενιαίας ανθρωπιστικής παιδείας. Καλλιεργεί την έμφυτη δεξιότητα στο σχέδιο και τη μουσική, μαθαίνει εντατικά τη γλώσσα, διαβάζει βουλιμικά λογοτεχνία γερμανική ή σε γερμανικές μεταφράσεις, παρακολουθεί θεατρικές παραστάσεις, όπερα, ενημερώνεται συστηματικά από εφημερίδες και περιοδικά. Φιλοπερίεργος, καταγράφει τις εντυπώσεις του από τους συχνούς περιπάτους του ανά την πόλη. Με τεράστια ποικιλία ενδιαφερόντων και ήδη ασκημένο βλέμμα, εντοπίζει ατεχνίες, «ατοπίες», εκφράζει ενστάσεις. Σχολιάζει τους έλληνες συμφοιτητές του, τα ενδιαφέροντά τους, κακίζει τη χαρτοπαικτική μανία, στην οποία ενίοτε συμμετέχει.

Τη φοιτητική «αταξία» του Μονάχου διαδέχεται η αυστηρότητα των βερολινέζικων σπουδών: εδώ, καταλυτική ήταν η γνωριμία με τη μεθοδικότητα του Boeckh, κλασικού φιλολόγου περιωπής, αλλά και η οικείωση του Κουμανούδη με σειρά άλλων καθηγητών Ιστορίας, Παλαιογραφίας, Επιγραφικής, Αρχαιολογίας, Ιστορίας της Τέχνης και Αισθητικής, Νομισματικής.

Στη συνέχεια πηγαίνει στο Παρίσι, όπου συγγράφει το πρώτο του σοβαρό δοκίμιο «Πού σπεύδει η τέχνη των Ελλήνων την σήμερον» (1843) το οποίο θα εκδώσει δυο χρόνια αργότερα στο Βελιγράδι, με προσθήκη δύο κειμένων του Βίνκελμαν περί τέχνης, σε δική του μετάφραση από τα γερμανικά. Ο λόγος είναι σφριγηλός, καταγγελτικός για την ανατολική (βυζαντινή) «στασιμότητα» και ένδεια που καταδίκασε τη ζωγραφική ή γλυπτική απεικόνιση του σωματικού κάλλους. Σφοδρός αρχαιολάτρης, βλέπει το σύνθημα της «κίνησης» να διέπει περισσότερο τα δυτικά εικαστικά και γλυπτικά τεχνουργήματα και προτρέπει τους Νεοέλληνες να σπουδάσουν τους ολλανδούς, γάλλους ή ισπανούς τεχνίτες παρά να εμμείνουν στην υπερτιμημένη βυζαντινότροπη απεικόνιση.

Επιστρέφοντας,ύστερα από μια στάση στο Βελιγράδι το 1844, αποφασίζει να κατεβεί στην Ελλάδα και να σταδιοδρομήσει διδάσκοντας Λατινική Φιλολογία. Επί σαράντα έτη υπηρετεί με συνέπεια και εθιμοφροσύνη το ελληνικό πανεπιστήμιο, επί τριάντα πέντε εμψυχώνει το πρόγραμμα της Αρχαιολογικής Εταιρείας, συνιδρύει περιοδικά, αρθρογραφεί, περιηγείται τον ελλαδικό τόπο καταγράφοντας λείψανα της αρχαιότητας, συλλέγοντας νομίσματα, όστρακα, αποκωδικοποιώντας επιγραφές. Υποστήριξε σθεναρά μέχρι τέλους (1899) την αντίθεσή του με τη «Ζαμπελιοπαπαρρηγοπούλειο» ιστορική σχολή, αποστρεφόμενος τον «άχαρο» βυζαντινισμό. Στον παρόντα τόμο επισυνάπτεται η (αποσπασματική) πραγματεία του Σ. Α. Κ. κατά των μισελληνικών θέσεων του Φαλμεράιερ.