Η πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση για τη διευκόλυνση της επιστροφής των αποκτημάτων των μειονοτικών βακουφίων (ιδρυμάτων της ελληνορθόδοξης, αλλά και αρμενικής και εβραϊκής μειονότητας) στην Τουρκία από την κυβέρνηση Ερντογάν επαλήθευσε τις προεκλογικές προσδοκίες για την απόδoση δικαιοσύνης στα όσα υπέφεραν οι μειονότητες τις προηγούμενες δεκαετίες. Επίσης, επανέφερε στην επικαιρότητα τη διαδικασία εκδημοκρατισμού της χώρας και των ίδιων των μειονοτικών κοινοτήτων.

Η νομική θέση των βακούφικων ιδρυμάτων στην Τουρκία (και στην Ελλάδα) ρυθμίζεται από νομικά κατάλοιπα θρησκευτικών διαχωρισμών τύπου μιλλέτ: η Συνθήκη της Λωζάννης αναγνωρίζει ειδική προστασία για τα μειονοτικά ιδρύματα, στο πλαίσιο της αυτοδιαχείρισης των θρησκευτικών μειονοτικών κοινοτήτων, η οποία στην πράξη καταστρατηγήθηκε και παραβιάστηκε. Αντίστροφα, καθώς μόνο τα βακούφικα ιδρύματα είχαν δικαίωμα απόκτησης περιουσίας και όχι οι κοινότητες, οι τελευταίες όπως και το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τελικά η ίδια η μειονότητα έχασαν την υπόστασή τους ως αυτόνομα νομικά πρόσωπα. Τελικά, τα μειονοτικά ιδρύματα έγιναν σαφώς χειραγωγήσιμες οντότητες με αποτέλεσμα την αποξένωσή τους από σημαντικά περιουσιακά στοιχεία τους (κυρίως τις δεκαετίες 1960-1990).

Μέσα από τη διαδικασία φιλελευθεροποίησης που συντελέστηκε εντός της τουρκικής πολιτικής, τα τελευταία χρόνια διαπιστώθηκε από τη μειονότητα ότι «οι περιουσιακές της διαστάσεις είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτές που φανταζόμαστε» και έγινε αντιληπτή η ανάγκη «για συνεργασία μεταξύ των φορέων της μειονότητας για συλλογική λειτουργία», σύμφωνα με σχόλιο του Λάκη Βίγκα, μοναδικού αντιπροσώπου των «μειονοτήτων της Λωζάννης» στη Γενική Διεύθυνση βακουφίων («Απογευματινή» [Κωνσταντινούπολης], 6/5/2010). Ηδη έγιναν πολλά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση και το ζήτημα των κοινοτικών περιουσιών βρίσκεται ασφαλώς σε καλό δρόμο. Τι μπορεί όμως να γίνει σήμερα, ακόμα και στη θετική προοπτική απόδοσης των ακινήτων που είναι εφικτό να επιστραφούν και αξίωσης εύλογης αποζημίωσης; Θεωρώ ότι στο άμεσο μέλλον η μειονότητα μπορεί και πρέπει να διεκδικήσει:

< Μία και ενιαία νομική προσωπικότητα για τη μειονότητα εν γένει, αλλά και του ίδιου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

< Την περαιτέρω εκκαθάριση των εκκρεμών υποθέσεων κοινοτικών υποθέσεων, με σαφή στόχευση προτεραιοτήτων.

< Τη συνένωση γειτονικών βακουφίων και κοινοτήτων στον μικρότερο δυνατό αριθμό και την επιβολή λογοδοσίας και χρηστής διοίκησης (ενώ από το 2008 τα μειονοτικά βακούφια έχουν τη δυνατότητα ανάδειξης με εκλογές των διαχειριστικών επιτροπών τους, το σημαντικότερο ίδρυμα – ως προς τα περιουσιακά του στοιχεία – , η διοίκηση δηλαδή του Νοσοκομείου Μπαλουκλή, αρνείται να διενεργήσει εκλογές).

< Την απεξάρτηση των βακουφίων από διακρατικούς ανταγωνισμούς που εργαλειακά τα εντάσσουν στα θέματα εξωτερικής πολιτικής (Ελλάδας και Τουρκίας).

Η στενή ερμηνεία του σχετικού βακούφικου Δικαίου και η ένταξη των περιουσιών των μειονοτήτων σε λογικές «εθνικής ασφάλειας» και «εξαιρετικής αρμοδιότητας» κατάφεραν σημαντικό πλήγμα στα μειονοτικά βακούφια. Ωστόσο, η σταδιακή επιστροφή ακινήτων (μέσω διαδικασιών που εκκίνησαν το 2004), στο πλαίσιο μεταρρυθμίσεων για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην ΕΕ, αποτελεί σημαντικό βήμα για την επανάκτηση των απωλειών του παρελθόντος. Το πολύ πρόσφατο Διάταγμα αίρει σημαντικούς περιορισμούς στη διαδικασία διεκδίκησης ακινήτων και διευκολύνει την επιστροφή ακινήτων που είχαν περιέλθει στην κυριότητα τρίτου με τη θεσμοθέτηση της δυνατότητας καταβολής αποζημίωσης υπέρ του βακουφίου. Ετσι φαίνεται ότι, σε μια δεκαετία, το ζήτημα των περιουσιών των 56 ελληνορθόδοξων κοινοτήτων, του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των 5 Μειζόνων Ιδρυμάτων εν πολλοίς θα έχει τακτοποιηθεί (εκτός του ζητήματος των 16 «κατειλημμένων βακουφίων»), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα λυθούν όλα τα θεσμικά προβλήματα της μειονότητας. Σημαντική ώθηση στις εξελίξεις έδωσαν ασφαλώς και οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις υποθέσεις της Μεγάλης του Γένους Σχολής, του Ορφανοτροφείου και της Τενέδου.

Αρχίζει να γίνεται διακριτό ότι στην Τουρκία αρχίζουν και λαμβάνουν χώρα σημαντικές μεταρρυθμίσεις σε θέματα δικαιωμάτων των μειονοτήτων, αν και πολλά μένουν να γίνουν ώστε το νομικό καθεστώς των βακουφίων να «κανονικοποιηθεί» πλήρως, να απεγκλωβιστεί δηλαδή από τις συνθήκες μέσα στις οποίες οι μειονότητες είναι ορατές μόνον ως «εξαίρεση».

Από την άλλη, το ζήτημα των περιορισμών δικαιωμάτων των μειονοτήτων, που επιβάλλονται στο όνομα της αμοιβαιότητας, δεν μπορεί να λυθεί εάν οι πολιτικές των ελληνικών και τουρκικών κυβερνήσεων – που συντηρούν στενές ερμηνείες του «εθνικού συμφέροντος» – δεν βρουν τον δρόμο και τον τρόπο να ξεπεράσουν το χρονίζον αδιέξοδο. Η απρόσκοπτη διεξαγωγή εκλογών στα βακούφια Πόλης, Ιμβρου και Τενέδου από το 2008 και η μη διεξαγωγή εκλογών για τις μουσουλμανικές διαχειριστικές επιτροπές στη Θράκη από το 1964/67, όπως και για τις αντίστοιχες της Ρόδου – Κω, δημιουργεί ένα αντίστροφο ισοζύγιο εκδημοκρατισμού από αυτό που διαφημίζει η εγχώρια ρητορεία.

Η πρόσφατη σταδιακή φιλελευθεροποίηση του τουρκικού Δικαίου για τα μειονοτικά ασφαλώς εντάσσεται στο σύγχρονο πνεύμα των δικαιωμάτων. Εγγράφεται όμως ως πολιτικό ζητούμενο και πραγματικότητα μιας φιλελεύθερης συνταγματικής τάξης, όπως αυτή μπορεί να οριστεί από τη δυναμική θεώρηση της κοινότητας των πολιτών. Οχι μέσω γενεαλογικών κριτηρίων καταγωγής ή εθνικής συγγένειας.

Ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας