Οι πρόσφατες δηλώσεις σε Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ενωση για αλλαγές στο ΕΣΠΑ δημιούργησαν πολλές ελπίδες, αλλά ταυτόχρονα και πολλές απορίες για το τι πραγματικά αλλάζει και ερωτήματα όπως:

<Θα αυξηθούν οι κοινοτικοί πόροι που σήμερα ανέρχονται σε 20,4 δισ. ευρώ στο σύνολο των 26,24 δισ. της δημόσιας δαπάνης (78%);

<Θα αλλάξει ο τρόπος είσπραξης των πόρων αυτών;

<Ποιοι είναι οι πραγματικοί λόγοι του «μπλοκαρίσματος» και της χαμηλής απορρόφησης;

<Μπορεί η Ελλάδα να καλύψει τη δική της συμμετοχή (22%);

Κατ’ αρχάς, αυτό που σίγουρα δεν μπορεί να αλλάξει είναι το ύψος και η κατανομή των κοινοτικών πόρων ανάμεσα στις 27 χώρες-μέλη. Επομένως, έχοντας αντλήσει μόνο 4,9 δισ., απομένουν 15,5 δισ. προς απορρόφηση στο υπόλοιπο 50% του διαθέσιμου χρόνου. Προτείνεται όμως και έγινε δεκτή από την Ε.Ε. η μείωση της εθνικής συμμετοχής κατά 2,2 δισ., οπότε αυτόματα ανεβαίνει στο 85% το ποσοστό κοινοτικών πόρων, καθώς αυτοί παραμένουν σταθεροί.

Το πλεονέκτημα αυτής της ρύθμισης είναι η τεχνητή αύξηση της χωλαίνουσας απορρόφησης για να διευκολυνθεί η επίτευξη των ετήσιων δεσμευτικών στόχων και να μη χαθούν κοινοτικοί πόροι. Το μειονέκτημα όμως είναι η συνολική μείωση του ΕΣΠΑ από 26,2 σε 24 δισ. και άρα ο μικρότερος αριθμός έργων και δράσεων που θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει. Ας ελπίσουμε ότι το ποσό της περικοπής θα διατεθεί σε άλλες εθνικές αναπτυξιακές πολιτικές και όχι για τη μείωση των ελλειμμάτων του εθνικού προϋπολογισμού.

Παρόμοια τεχνική εφαρμόστηκε και στο Γ’ ΚΠΣ το 2007 λόγω αντίστοιχων προβλημάτων και αποτελεί το τίμημα των χρόνιων διαρθρωτικών μας αδυναμιών στην εκτέλεση των αναπτυξιακών έργων και προγραμμάτων.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι χάθηκε ουσιαστικά η πρώτη 3ετία 2007-2009, όπου η απορρόφηση του ΕΣΠΑ ήταν μόλις 3%. Επιπλέον, έχει καταστεί δυσβάσταχτο το διοικητικό και διαχειριστικό βάρος της εφαρμογής, με τη δαιδαλώδη εθνική νομοθεσία και τις αναρίθμητες πρόσθετες, μη αναγκαίες υπηρεσίες και μηχανισμούς που θεσπίστηκαν το 2007-2008. Σήμερα, η απλοποίησή τους είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη και επείγουσα.

Ως προς τον τρόπο εκταμίευσης, δεν φαίνεται εφικτή η τροποποίηση των ευρωπαϊκών κανονισμών που ίσχυσε και στο Γ’ ΚΠΣ και προϋποθέτει την εκτέλεση και αποπληρωμή των έργων μέσω του ΠΔΕ και στη συνέχεια, σε δεύτερο χρόνο, τη σταδιακή είσπραξη της κοινοτικής συμμετοχής με βάση την πραγματική πρόοδο των έργων.

Η εξεύρεση της εθνικής συμμετοχής που συχνά θεωρείται τροχοπέδη στην εξασφάλιση της απρόσκοπτης χρηματοδότησης δεν αποτελεί τελικά πραγματικό πρόβλημα. Κατ’ αρχάς, πήραμε προκαταβολή 1,5 δισ. (5% των κοινοτικών πόρων το 2008, συν 2,5% το 2009 λόγω της οικονομικής κρίσης). Στη συνέχεια, η χρηματοδότηση των έργων μπορεί να γίνει κατά 100% με δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Ενα τέτοιο δάνειο ύψους 2 δισ. υπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση πριν από έναν χρόνο, αλλά δεν χρειάστηκε να εκταμιευθούν περισσότερα από 500 εκατ. μέχρι σήμερα.

Ενα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι η επιδιωκόμενη απεμπλοκή των κονδυλίων του ΕΣΠΑ προϋποθέτει κυρίως την υπέρβαση των γνωστών εσωτερικών προβλημάτων μας που αφορούν την έγκαιρη και αποτελεσματική προετοιμασία, ωρίμαση και εκτέλεση των έργων.

Ως προς την αναθεώρηση του ΕΣΠΑ, τα περιθώρια είναι περιορισμένα, αφού τα ενταγμένα έργα καλύπτουν ήδη το 74,3% του συνολικού προϋπολογισμού, έχουν δε δρομολογηθεί έργα για επιπλέον 10-15%. Υπάρχει επίσης ένας κίνδυνος που συνδέεται με το δεδομένο ότι οι απορροφήσεις που «τρέχουν» είναι ξανά όσες αφορούν «εύκολα» έργα, ενώ καθυστερούν οι παρεμβάσεις διαρθρωτικού τύπου με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία (έρευνα, καινοτόμος επιχειρηματικότητα, πληροφορική, διοικητική μεταρρύθμιση, διά βίου μάθηση, ενεργειακές υποδομές, αειφόρος ανάπτυξη κ.λπ.).

Επομένως, το στοίχημα της αναθεώρησης είναι το αν θα διαμορφωθεί ένα νέο μείγμα έργων/δράσεων που θα συνδυάζει τους στόχους της μη απώλειας πόρων και της καλύτερης αξιοποίησής τους.

Ο Νίκος Διακουλάκης είναι πρώην ειδικός γραμματέας του υπουργείου Ανάπτυξης.