Τι µπορεί να οδηγήσει µια γυναίκα να γίνει συγγραφέας και να θέλει να εκφραστεί µε πεζό λόγο, όταν έχει ήδη συµπληρώσει την έκτη δεκαετία της ζωής της; Η 67χρονη πλέον θεσσαλονικιά συγγραφέας άρχισε να γράφει όταν απέκτησε PC!


Ηρθε στη συνάντησή µας µε σηµειώσεις. «Γράφω καλύτερα απ’ ό,τι µιλάω… Δεν ξέρω να βρω τιςκατάλληλεςλέξεις στην κουβέντα µας…Ισως να µ’εµπνέει περισσότερο το PC από έναν “άλλο” απέναντί µου. Ξέρετε, άρχισα να γράφω όταν απέκτησα PC. Γράφω απευθείας. Σπάνια στήνω το σχέδιοµιας ιστορίας. Aµατο σχεδιάσω, πάει,το έχασα… Η έµπνευση έρχεταιπάνω στα πλήκτρα».

Μαρία Κουγιουµτζή. Συνταξιούχος του ΙΚΑ. Απόφοιτος Λυκείου. Εργάστηκε ως βοηθός λογιστήσε σούπερ µάρκετ, σε λαδέµποροτων Λαδάδικων, ως εισπράκτορας στα αστικά λεωφορεία, ως υπάλληλος σε υποκατάστηµα δισκογραφικής εταιρείαςστη Θεσσαλονίκη.

Εδώκαιτρία χρόνια λογοτέχνης. Διπλά βραβευµένη µε την πρώτη: βραβείο διηγήµατος του περιοδικού «Διαβάζω» (2009) και βραβείο ιδρύµατος Ουράνη της Ακαδηµίας Αθηνών (2010) για την πρώτη συλλογή διηγηµάτων της «Αγριο βελούδο» – αφιερωµένη στη µνήµη του αδελφού της Σταύρου Κουγιουµτζή που είχε«φύγει» τρία χρόνια νωρίτερα.

Θεσσαλονικιά γέννηµα θρέµµα. Ετών 67. Δείχνει πολύ νεώτερη. Τα κείµενά της… απροσδιόριστου χρόνου, τόπου και διάθεσης σαφώς ζοφερής. «Αγριο βελούδο», «Γιατί κάνει τόσο κρύο στο δωµάτιό σου;».

Πρόλαβε η κριτική να µιλήσει για «αιρετική γραφή», «φλερτ µετον θάνατο», «δαιµονική λαγνεία» στα 27+35 διηγήµατα των δύο συλλογών της.

«Ο θάνατος κυριαρχεί στα διηγήµατα του βιβλίου αλλά νοµίζω ότι αυτό είναι δευτερεύον, προηγείται το αν πείθει. Αλλιώς θαέπρεπε να µεµφόµαστε τον Πόε που επέµενε στον τρόµο. Είναι ο κοινωνικός τρόµος που χαρακτηρίζει τα κείµενά µου. Στον Πόε, ο ερωτικός… Προσπαθώ να περιγράψω την εποχή µου, τον αµοραλισµό που έχει ερηµώσει τα πάντα. Εδώ εξολοθρεύονται χώρες, πώς να µιλήσω για ζωή κι όχι γιαθάνατο; Οι ήρωεςρέπουν προς το θάνατο από τη δίψα τους για µια δίκαιη ζωή, δεν αντέχουν την αδικία, είναι θυµωµένοι, και αυτό που θέλω να πω, το οξύµωρο είναι,πως παρ’ όλα αυτά, αυτήν τη φαρµακερή ζωή την απολαµβάνουν. Γιατί αυτό συµβαίνει…» γράφει «απολογούµενη». Τι είναι τελικά αυτό που χαρακτηρίζει τα κείµενά σας;

Ο θυµός. Για την αδικία, τη βαρβαρότητα, για τη βία, για την αισθητική της καθηµερινότητάς µας… Προσπαθώ µέσα από τη γλώσσα όλα αυτά να τα λυτρώσω.

«Αν η Κουγιουµτζή βρισκόταν αντιµέτωπη µε µια υπόθεση όπως αυτή του Στρος-Καν και της καµαριέρας, µάλλον θα προβληµατιζόταν για περισσότερα πράγµατα από το αν η καταγγελία ανταποκρίνεται ή όχι στα γεγονότα…», γράφει ο Δηµοσθένης Κούρτοβικ στο «Βιβλιοδρόµιο» (11/6).

«Ο Στρος-Καν ό,τιέκανε τοέκανε από εξουσία, όχι από αδυναµία. Δεν µπορεί να υποφέρει γι’ αυτό που κάνει. Δεν ξέρει να υποφέρει. Δεν µπορεί να καταλάβει ότι ταπεινώνει τον άλλο. Τώρα που ταπεινώθηκε ο ίδιος µπορεί να σκεφθεί…», του απαντά.

Αγαµη, συνειδητά όπως διευκρινίζει («όχι δενείµαι ανέραστη, νιώθω µάλλον δικαιωµένη ερωτικά»), άτεκνη («είχα πάντα φοβία µε τονγάµο, περισσότερο µε τα παιδιά»), ετεροθαλής και 13 χρόνια µικρότερη αδελφή του συνθέτη και συγγραφέα Σταύρου Κουγιουµτζή (από διαφορετικό πατέρα – άραµε διαφορετικόεπώνυµο αλλά κατ’επιλογήν «Κουγιουµτζή» το οποίο συνειδητά χρησιµοποιεί ως «ψευδώνυµο») για τον οποίο δηλώνει: «Ο αδελφός µου ήταν το παν… Η ζωή µου όλη. Πατέρας και µάνα κι αδελφός µαζί… Ηταν το πρότυπο. Ανέβρισκα κάποιον σαν τον αδελφό µου, ίσως να παντρευόµουν. Δεν βρήκα όµως…».

Πρωτοεµφανίζεται (;) στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, γράφοντας στίχους που εµπιστεύεται µόνοστον αδελφό της. «Πληγωµένο περιστέρι/στο αγιάζι, στηβροχή/ πώς ν’ αντέξεις, πώς να ζήσεις/ η καρδιά σου µια πληγή», γράφει από το 1967, µελοποιεί ο Σταύρος Κουγιουµτζής και ερµηνεύει η Πόπη Αστεριάδη.

«Αδειοι οιδρόµοι πουερχόσουνα/ δεν έρχονται ούτεκι οι φίλοι /πετάει ο αγέρας κουρελόχαρτα /για ελευθερία και ειρήνη» (στίχοι Μαρία Κουγιουµτζή, µουσική Σταυρος Κουγιουµτζής, ερµηνεία Γιώργος Νταλάρας). Ο έρωτας δεν αποτελεί υλικό λογοτεχνίας; Δεν επικρατεί του ζόφου;

Ο έρωτας είναι συναίσθηµα κατοχικό. Υπέστην τέτοιες κατοχές… Είστε θυµωµένη,λέτε. Είστε και αγανακτισµένη;

Βεβαίως και είµαι. Δεν ζούµε σε δηµοκρατία αλλά σε οχλοκρατία. Πήγα και στον ΛευκόΠύργο. Οχι δενφωνάζω συνθήµατα. Περισσότερο σαν παρατηρητής.Δεν είµαιαπολίτικη. Ακοµµάτιστη είµαι.Δεν είναι τόσοη οικονοµική κρίση.Είναι η ηθικήπου µας πλήττει… Δενπιστεύω πολύ στα ιδανικά, ξέρετε. Το ιδανικόείναι επιπόλαιη έννοια.

«Οι ήρωες που ρέπουν προς τον θάνατο από τη δίψα τους για µια δίκαιη ζωή δεν αντέχουν την αδικία, είναι θυµωµένοι…»

«Χάνουµε τον έρωτά µας, τις αισθήσεις µας»


Η Μαρία Κουγιουµτζή αγαπά, όπως λέει, τη Θεσσαλονίκη, από την οποία δεν έφυγε ποτέ (µε εξαίρεση έναν µήνα στο Παρίσι και λίγους στην Αθήνα όταν ζούσε εκεί ο αδελφός της. «Την αγαπώ σαν τη µάνα µου. Καλή – κακή, αυτή είναι και την αγαπώ».

Προτιµά τους φτωχούς από τους πλούσιους, τους πεζογράφους από τους ποιητές («ο ποιητής βλέπει µέσα του και ερµηνεύοντας τον εαυτό του ερµηνεύει τον κόσµο, ενώ ο πεζογράφος βλέπει τον κόσµο έξω απ’ αυτόν, και τοποθετεί τον εαυτό του µέσα σ’ αυτόν»), προτιµά τους αρχαίους τραγικούς από τις κωµωδίες.

Προτιµά την Κική Δηµουλά, τη Ζωή Καρέλλη, τον Κλείτο Κύρου αλλά και τον Ντοστογιέφσκι, τον Κάφκα, τον Νορβηγό Κνουτ Χάµσουν, τη Ζυράννα Ζατέλη. «Το πολύ δεν µου αρέσει πουθενά» λέει.

Ρωτάει: «Αλήθεια, νοµίζετε πως είναι άχρονα τα κείµενά µου; Ισως δεν θέλω τον χρόνο, µ’ ενοχλεί…» λέει. «Α-τοπα ίσως και να ‘ναι αν και αν ξέρει θα δει κάποιος τη Θεσσαλονίκη παντού» – αν και η ίδια θα προτιµούσε να ζει σε µια µικρή γερµανική πόλη, «απ’ αυτές που είναι σαν ζαχαρωτά»…

«Ο τίτλος του βιβλίου µου λέει πως είναι ανέφικτη η επικοινωνία µε τον άλλον που είµαστε εµείς. Γι’ αυτό τον σκοτώνουµε, είτε λεκτικά είτε πραγµατικά. Χάνουµε τον έρωτά µας, τις αισθήσεις και τα αισθήµατά µας γι’ αυτόν. Ο άλλος είναι τόσο πολύς όσο ένας αχανής λαβύρινθος και τόσο λίγος όσο µια κουκίδα – εµείς». Κάνει πολύ κρύο στο δωµάτιό της – στο δωµάτιό µας, τελικά…