«Δεν νιώθω ήρωας, έκανα το καθήκον µου», είχε δηλώσει στα «ΝΕΑ» (το 2000) ο Λάκης Σάντας, που µαζί µε τον Μανώλη Γλέζο κατέβασαν τη γερµανική σηµαία από την Ακρόπολη το 1941. Και στην ερώτηση αν σήµερα θα το ξανάκανε, η απάντησή του ήταν κατηγορηµατική: «Με µεγαλύτερο πάθος»
Ο Απόστολος (Λάκης) Σάντας παρέµεινε σ’ όλη του τη ζωή αγωνιστής της Ιστορίας και των ιδεών του. Ενας µεγάλος αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, απεβίωσε το περασµένο Σάββατοσε ηλικία 89 ετών, έναν µήνα πριν από τη συµπλήρωση 70 χρόνων από τοκατέβασµα της σβάστικας από τον Ιερό Βράχο. ∆ιακρινόταν για την καλοσύνη και τη σεµνότητα του.

Ο Σάντας γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου του 1922 στην Πάτρα, όπου τότε υπηρετούσε ο πατέρας του ως δηµόσιος υπάλληλος και συγκεκριµένα δασάρχης στο υπουργείο Γεωργίας. Οι γονείς του κατάγονταν απότη Λευκάδα, από το χωριό Πηγαδισάνοι. Το 1934 η οικογένειά του εγκαθίσταται στην Αθήνα.

Τελειώνει το γυµνάσιο το 1940 και εισάγεται στη Νοµική Σχολή του Πανεπιστηµίου Αθηνών. Τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου 1941 θα κατεβάσει, µαζί µε τον φίλο του Μανώλη Γλέζο, τη χιτλερική σηµαία από τον βράχο της Ακρόπολης. «Ηταν η πρώτη ανάσα της αντίστασης», είπαν στη Βουλή, τιµώντας τον Λάκη Σάντα και τον Μανώλη Γλέζο, τον Νοέµβριο του 2008.

«∆ύο δεκαοκτάχρονα που έπαιξαν µε την Ιστορία, είδαν ένα σύµβολο και αποφάσισαν να γίνουν σύµβολα οι ίδιοι».

Το 1942 εντάσσεται στο ΕΑΜ και λίγο αργότερα στην ΕΠΟΝ και βγαίνει στο βουνό µε τον ΕΛΑΣ. Πήρε µέρος σε αρκετές µάχες στην Αιτωλοακαρνανία, στη Φθιώτιδα και στην Αττικοβοιωτία και το 1944 τραυµατίστηκε. Το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία, το 1947 φυλακίζεται στην Ψυττάλεια, απ’ όπου το 1948 στέλνεται στη Μακρόνησο. Θα διαφύγει στην Ιταλία και θα ζητήσει πολιτικό άσυλο στον Καναδά, όπου θα ζήσει µέχρι το 1962. Το 1963 θα επιστρέψει στην Ελλάδα.

Οι κόρες του Αλεξάνδρα και Γεωργία – σε σχετική τους δήλωση – τονίζουν: «Αυτό που κυρίως τον διέκρινε ήταν ότι µέχρι το τέλος παρέµεινε αγνός ιδεολόγος. Ελεγε: “∆εν κυνηγάω ποτέ τη δηµοσιότητα γιατί θεωρώ ότι έχει εξευτελιστεί το ζήτηµα πάρα πολύ. Την αντίσταση δεν τη κάναµε µόνο εµείς, έχουν σκοτωθεί χιλιάδες παλικάρια – γυναίκες και άνδρες – “ανώνυµοι”. Ο πατέρας µας ήταν µοναδικός, γιατί ανέβασε τις αξίες του ήθους, της ηθικής και της ανιδιοτέλειας στα ύψη. Είµαστε υπερήφανες που είµαστε παιδιά του. Ευχαριστούµε θερµά τον διευθυντή, τους γιατρούς και όλους τους νοσηλευτές από το Κέντρο Αναπνευστικής Ανεπάρκειας στη Μονάδα Αυξηµένης Φροντίδας (ΜΑΦ) του Νοσοκοµείου “Σωτηρία” που έκαναν ό,τι ήταν δυνατό για να τον σώσουν…».

Σε ανακοίνωσή του ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας Κάρολος Παπούλιας αναφέρει: «Σήµερα αποχαιρετάµε έναν γνήσιο πατριώτη και αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, έναν άνθρωπο που έγραψε µία από τις πιο λαµπρές σελίδες της ελληνικής Ιστορίας. Με την κίνησή του να κατεβάσει µαζί µε τον Μανώλη Γλέζο τη σηµαία του φασισµού από τον ΙερόΒράχο, θα αποτελεί για πάντα πηγή έµπνευσης για την πατρίδα και τις επόµενες γενιές. Υπήρξε αληθινός ήρωας, πρόσωπο – σύµβολο για την Ελλάδα, που δεν εξαργύρωσε την προσφορά του και δεν αντάλλαξε τον πατριωτισµό και το δηµοκρατικό µεγαλείο του».

Στη δική του δήλωση, ο Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου τονίζει: «Ο Λάκης Σάντας υπήρξε µια µορφή – σύµβολο της Εθνικής Αντίστασης. ∆εν ήταν µόνο η γενναία ενέργειά του µαζί µε τον Μανώλη Γλέζο απέναντι σε ό,τι συµβόλιζε τότε τον φασισµό, τη σβάστικα και το “χτύπηµα” στην καρδιά του ναζισµού, που αναπτέρωσε τις ελπίδες για Ελευθερία σε ολόκληρη την Ευρώπη».

Η κηδεία του θα γίνει την Πέµπτη στις 5 µ.µ. στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας

«Τους πολιτικούς τούς αποκαλώ πολιτικάντηδες»


«∆εν κυνηγάω ποτέ τη δηµοσιότητα, γιατί θεωρώ ότι έχει εξευτελιστεί το ζήτηµα πάρα πολύ. Την αντίσταση δεν την κάναµε µόνο εµείς, έχουν σκοτωθεί χιλιάδες παλικάρια, γυναίκες και άνδρες, “ανώνυµοι”» έλεγε ο Λάκης Σάντας. «∆εν ασχολήθηκα µε την πολιτική», έλεγε, «γιατί πολύ απλά δεν είναι στον χαρακτήρα µου. ∆εν µ’ αρέσει η πολιτική. Εδώ στην Ελλάδα εγώ τους πολιτικούς τούς αποκαλώ πολιτικάντηδες». Ο Λάκης Σάντας, εξιστορώντας το εγχείρηµα υποστολής της σηµαίας στον Ηλία Πετρόπουλο, είχε πει: «Κι έξαφνα ένα δειλινό που ήµαστε στο Ζάππειο και ο ήλιος έγερνε λούζοντας τον ορίζοντα µε εκείνα τα χρώµατα που µόνο ο αττικός ουρανός έχει, τα µάτια µας γύρισαν στον βράχο της Ακροπόλεως.

Μέσα στο υπέροχο φόντο της δύσης σταθήκαµε και κοιτούσαµε. Και τότε… το βλέµµα µας έπεσε πάνω στη σηµαία τους που υπερήφανα κυµάτιζε ψηλά ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη. Να τι πρέπει να τους κάνοµε! Ηρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρουµε. Να την γκρεµίσουµε και να την ξεσχίσουµε και να πλύνουµε έτσι τη βρωµιά από τον Ιερό Βράχο. Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεµική τους σηµαία οι Ναζί θριαµβευτικά ώς τότε στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Αµβέρσα, στη Νορβηγία, στο Παρίσι και στο Βελιγράδι και απειλούσαν να τη στήσουν σε όλο τον κόσµο τότε. Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η µικρή χώρα που απ’ αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισµού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγµα πάντα στις κρίσιµες στιγµές της Ιστορίας».

Τίµησαν τον Αλέκο Παναγούλη


Τη µνήµη του Αλέκου Παναγούλη τίµησαν χθες το µεσηµέρι στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας συγγενείς, φίλοι και συναγωνιστές του, µε αφορµή τη συµπλήρωση 35 χρόνων από τον θάνατό του. Σύµβολο της αντιδικτατορικής αντίστασης, ο Αλέκος Παναγούλης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 38 ετών, έπειτα από τροχαίο στη Λεωφόρο Βουλιαγµένης, τα ξηµερώµατα της Πρωτοµαγιάς του 1976. Για την αποτυχηµένη απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Γεώργιου Παπαδόπουλου το 1968 στη Βάρκιζα, είχε βασανιστεί και φυλακιστεί.