Διακόσια είκοσι χρόνια από την εμφάνισή της, η πολλαπλώς εκπορνευμένη Ζυστίν προσγειώνεται στην ελληνική πραγματικότητα. Και ξαναθυμίζει τη δικαστική υπόθεση Ντε Σαντ που έθεσε το ερώτημα κατά πόσον η δικαστική εξουσία ή η οποιαδήποτε κρατική αρχή είναι αρμόδια για να κρίνει εάν ένα έργο έχει λογοτεχνική αξία
Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ έχει γράψει τη δική του ιστορία στα πνευματικά ζητήματα της Ελλάδας. Και δεν εννοώ βέβαια τον «σαδισμό», λέξη που του τη χρωστάμε και σηματοδοτεί μια συμπεριφορά η οποία χαρακτηρίζει πολλούς από εμάς στον τρόπο με τον οποίο μεταχειριζόμαστε την κοινή λογική, τη γλώσσα ή την απλή καθημερινή επαφή. Αρκεί να έχεις την υπομονή να ακούσεις τα βογκητά του συντακτικού όταν το μαστιγώνουν οι ρήτορες του Κοινοβουλίου μας ή τα λογικά άλματα της κυρίας Κανέλλη για να συνειδητοποιήσεις πόσο επηρεασμένοι είμαστε από τον «τρομερό Μαρκήσιο» του 18ου αιώνα.

Η ιστορία της λογοτεχνίας του Σαντ στην Ελλάδα γράφτηκε το 1981 χρονιά που, ως γνωστόν, έφερε το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση και το έργο 120 μέρες στα Σόδομα στα βιβλιοπωλεία. Την ευθύνη της νίκης του ΠΑΣΟΚ την έφερε κατά μείζονα λόγο ο Ανδρέας Παπανδρέου, την ευθύνη της έκδοσης του Σαντ την έφεραν κατ΄ αποκλειστικότητα οι Εκδόσεις Εξάντας. Οι ίδιες εκδόσεις δύο χρόνια νωρίτερα είχαν παρουσιάσει στο αναγνωστικό κοινό τη Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ, σε μετάφραση Βασίλη Καλλιπολίτη, και τηνΙουλιέτα σε μετάφραση του ηθοποιού και σκηνοθέτη Βασίλη Παπαβασιλείου. Η ελληνική δικαιοσύνη, άτεγκτη ως συνήθως, είχε αναλάβει την κάθαρση των βιβλιοπωλείων από το μίασμα και οι εκδόσεις είχαν αποσυρθεί.

Το 1981 όμως τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ο σοσιαλισμός είχε κερδίσει τις εκλογές, η Μελίνα Μερκούρη ήταν υπουργός Πολιτισμού και η ελευθερία του πνεύματος και της διακίνησης των ιδεών εθεωρείτο πλέον κεκτημένο δικαίωμα, αντίστοιχο με το οκτάωρο, την αργία της Πρωτομαγιάς και την κατάργηση της τρίτης κλίσεως από τη γραμματική. Ο Χριστόδουλος επρόκειτο να απασχολήσει τον σύγχρονο κόσμο καμιά δεκαριά χρόνια αργότερα, η δε πολιτική εμβέλεια του Παπαθεμελή ήταν αντίστοιχη με τη σημερινή του.

Ετσι όταν ανέλαβα τη μετάφραση του έργου 120 μέρες στα Σόδομα, μαζί με τον φί λο και δάσκαλό μου στα γαλλικά Πέτρο Παπαδόπουλο, μακαρίτη πια, δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα επακολουθούσε. Εκείνο που με απασχολούσε ήταν ότι έπρεπε να μεταφράσω καμιά διακοσαριά σελίδες- το μισό του έργου- όπου σωρεύονταν μαστιγώματα, σοδομισμοί, διάφορα εργαλεία πόνου που υποτίθεται έφερναν ηδονή και μια συνεχής καταρροή σωματικών υγρών όλων των ειδών. Κοινώς, έργο δυσβάσταχτο για το νευρικό σύστημα και ιδιαιτέρως μονότονο για τα λογοτεχνικά μου γούστα. Ομως τι να κάνεις. Σαντ ήταν! Μια μορφή που όλη η λογοτεχνική Γαλλία, και η Ευρώπη κατ΄ επέκταση, την είχε αναγορεύσει σε μείζονα. Από τον Μπαρτ ώς τον Μπατάιγ, αλλά και πιο πριν τον Μπωντλαίρ, όλοι τον αποκαλούσαν μεγάλο δάσκαλο, τολμηρό ανατροπέα των ηθικών στερεοτύπων, πνευματικό επαναστάτη. Ως εκ τούτου, είχα κι εγώ την πεποίθηση ότι μπορεί να βαριέμαι αλλά φέρνω εις πέρας το επαναστατικό μου καθήκον. Υπήρχε βέβαια και μια πρόκληση μεταφραστική. Κι αυτή ήταν η γλώσσα. Οταν τον διαβάζεις στα γαλλικά, ακόμη κι όταν λέει τα αίσχη, ο Σαντ δεν ξεχνάει πως είναι μαρκήσιος. Οι ίδιες λέξεις όμως όταν αποδίδονται στα ελληνικά ακούγονται ακόμη πιο αγοραίες και από αυτές που σου έρχονται αυτόματα όταν σε προσπεράσει στο πεζοδρόμιο ο αχρείος με το μηχανάκι.

Οπως σημείωνε στον πρόλογο της έκδοσης ο Πέτρος Παπαδόπουλος, ο Σαντ μόνον στην καθαρεύουσα θα μπορούσε να μεταφραστεί στα ελληνικά, ειδικά από κάποιον σαν τον Εμπειρίκο. Στο κάτω κάτω ο Μαρκήσιος είχε επηρεάσει, σχεδόν εξίσου με τον Φρόιντ, τους υπερρεαλιστές. Κι εμείς ούτε Εμπειρίκοι είμαστε ούτε υπερρεαλιστές και εκτός αυτού οφείλαμε να μεταφράζουμε στη δημοτική του σοσιαλισμού και της προόδου η οποία, πολύ πριν πάρει τις εκλογές, μας είχε πάρει τα μυαλά.

Κάναμε ό,τι μπορούσαμε αλλά υπολογίζαμε χωρίς την ανεξαρτησία της ελληνικής δικαιοσύνης. Διότι κάποια μέρα ο εισαγγελέας Θεοφανόπουλος, μετέπειτα τραγικό θύμα της τρομοκρατίας, φιλαναγνώστης ο ίδιος και ποιητής πηγαίνοντας να πάρει τον Ηλεκτρικό έπεσε στο περίπτερο του σταθμού της Ομόνοιας πάνω στη μετάφρασή μας. Οι λίγες σελίδες που διάβασε έφτασαν για να παραπέμψουν την όλη υπόθεση στο ερείπιο της Σανταρόζα.

Η δίκη κράτησε μέρες. Ούτε θυμάμαι πόσες. Θυμάμαι πως συνήγοροι, μεταξύ άλλων, ήταν ο Νίκος Κωνσταντόπουλος και ο Αλέξανδρος Κατσαντώνης, μάρτυρας υπεράσπισης, μεταξύ των άλλων, ο Θεόδωρος Πάγκαλος και πως ο πρόεδρος αναγκάστηκε να εκκενώσει την αίθουσα όταν η υπεράσπιση άρχισε να διαβάζει αποσπάσματα από τη συλλογή με δημοτικά γαμοτράγουδα, βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών. Ο Μαρκήσιος ωχριούσε μπροστά στο ερωτικό μένος του λαού μας.

Θυμάμαι ακόμη τον μακαρίτη Κώστα Σταματίου να τιτλοφορεί τα άρθρα του στα ΝΕΑ «Από τη Βαστίλλη στον Κορυδαλλό», τη Μελίνα Μερκούρη να βγάζει λόγο περί ελευθερίας του πνεύματος στα εγκαίνια της έκθεσης βιβλίου στο Πεδίον του Αρεως και τον Σαρτρ που υπέγραψε μια επιστολή συμπαράστασης.

Τίποτε όμως δεν πτοούσε την ελληνική δικαιοσύνη η οποία συνέχισε ακάθεκτη το έργο της. Ούτε η τροποποίηση του Νόμου περί ασέμνων που έφερε τότε ο υπουργός Γ.- Α. Μαγκάκης στη Βουλή. Η κατάσταση χαλάρωσε και ξεχάστηκε μόνον όταν κυκλοφόρησε το επίμαχο πόνημα με την υπογραφή 45 εκδοτών οι οποίοι θα έπρεπε να παραπεμφθούν συλλήβδην στα δικαστήρια, γεγονός που θα προκαλούσε έμφραγμα στο κυκλοφορικό της πνευματικής ελευθερίας.

Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ πέρασε τα τριάντα από τα χρόνια της ζωής του στη φυλακή ή σε άσυλο φρενοβλαβών. Σε ένα από τα διαλείμματα που κυκλοφορούσε ελεύθερος, το 1791, δημοσίευσε τη Ζυστίν, το πρώτο του λογοτέχνημα.

Σεξ και φιλοσοφία

Πρόκειται για την ιστορία μιας νέας, ωραίας, εξαιρετικά ενάρετης και φτωχής κοπέλας η οποία υφίσταται τα πάνδεινα. Ορφανή, μεγαλωμένη σε ένα αβαείο, προκειμένου να διαφυλάξει την αρετή της κατηγορείται για κλοπή, φυλακίζεται, δραπετεύει, την κυνηγάει ένας κόμης επειδή αυτή αρνείται να δηλητηριάσει τη θεία του, τη στιγματίζουν με καυτό σίδερο γιατί εμποδίζει έναν γιατρό να ανατάμει τον γιο του, πέφτει στα χέρια τεσσάρων ηδονιστών μοναχών, κατόπιν μπλέκει με παραχαράκτες, την κατηγορούν για κλοπή, εμπρησμό και φόνο και στο τέλος πεθαίνει κεραυνοβολημένη.

Μια ζωή σκέτη φρίκη εν ολίγοις. Μια ζωή που δίνει στον συγγραφέα την ευκαιρία να διατυπώσει τις απόψεις περί ηθικής και αρετής. Κατ΄ άλλους δεν πρόκειται παρά για μια αλυσίδα από όργια που τα κενά της τα διανθίζουν φιλοσοφικές διατριβές. Το φιλοσοφικό συμπέρασμα είναι ότι η αρετή δεν φέρνει ευτυχία. Αντιθέτως, εκτός του ότι στερεί από τον άνθρωπο όλες τις δυνατές απολαύσεις, είναι και μια πρώτης τάξεως συνταγή για τη δυστυχία.