Ηταν ένας μεγάλος πνευματικός δάσκαλος του 20ού αιώνα, όμως η σημασία του δεν περιορίζεται στα λογοτεχνικά του έργα, διότι ο Τολστόι, από τα μισά της ζωής του ασχολήθηκε με τα θεμελιώδη ζητήματα της κοινωνίας, της παιδείας, της θρησκείας και της τέχνης και το κήρυγμά του επηρέασε στοχαστές και πολιτικούς όπως ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Σήμερα βρίσκουμε οπαδούς του στα ειρηνιστικά και περιβαλλοντιστικά κινήματα και στους χριστιανούς αναρχικούς
Ανάμεσα στους διάσημους ανθρώπους της λογοτεχνίας του τέλους του 19ου αιώνα, δεν υπήρξε ίσως πιο ορμητικός, πιο θερμός, πιο παθιασμένος οπαδός του «καλού» από τον Τολστόι στον χώρο των ιδεών, με συνεχή έμπρακτη παρουσία, εκφράζοντας, στη διαπλοκή διαφωτισμού και ρομαντισμού, με τα ατέλειωτα σε όγκο γραπτά του- 90 τόμοι είναι τα άπαντά του στα ρωσικά-, τις τρομακτικές αντιφάσεις του πολιτισμού, της θρησκείας, της τέχνης και του εαυτού του.

«Είμαι άσχημος…»

Η ίδια η ζωή του ήταν σαν μυθιστόρημα. Γόνος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας και εγγονός του πρίγκιπα Βολκόνσκι, ο κόμης Λέων Τολστόι γεννήθηκε το 1828 στο τεράστιο κτήμα της Γιάσναγια Πολιάνα κοντά στην Τούλα. Ορφανός από μάνα αμέσως μετά τη γέννησή του και λίγο αργότερα από πατέρα, μεγαλωμένος με μεγάλη φροντίδα από τις θείες του που τον λάτρευαν, πήγε για σπουδές ανατολικών γλωσσών στο Πανεπιστήμιο του Καζάν, με στόχο να γίνει διπλωμάτης, κι εκεί έμαθε αραβικά και τουρκικά, ενώ θα συνεχίσει με σπουδές νομικών, χωρίς όμως να πάρει δίπλωμα. Πηγαίνει στην Αγία Πετρούπολη για να συνεχίσει τις σπουδές του, και μετά στη Μόσχα. Εχει ήδη κληρονομήσει το μερίδιό του από το κτήμα στη Γιάσναγια Πολιάνα. Aτίθασος και ανήσυχος, περνά τα φοιτητικά του χρόνια με ασωτίες, γλέντια, χαρτοπαιξία και χρέη, που θα εξοφλήσει πουλώντας μέρος της κληρονομιάς του. Ομως ασκεί ισχυρό αυτοέλεγχο και από το 1847 αρχίζει να κρατά Ημερολόγιο: «… είμαι άσχημος, ατζαμής, διεφθαρμένος, κοινωνικά ακαλλιέργητος… σχεδόν αγράμματος. Ο,τι ξέρω το έμαθα μόνος μου, τσάτρα πάτρα, δίχως σύστημα. Είμαι τίμιος, δηλαδή αγαπώ το καλό… μα υπάρχουν κι άλλα πράγματα που αγαπώ περισσότερο από το καλό- είναι η δόξα».

Ψάχνοντας για έναν καλύτερο τρόπο ζωής θα αυτοεξοριστεί στον Καύκασο ακολουθώντας τον αδελφό του για να υπηρετήσει στον στρατό, και αργότερα, χάρη στις υψηλές γνωριμίες του, θα μετατεθεί στη Σεβαστούπολη ως ανθυπολοχαγός, όπου θα συμμετάσχει στον πόλεμο της Κριμαίας. Ομως ήδη τα χρόνια αυτά, 1852-1856, γράφει τα πρώτα του αυτοβιογραφικά μυθιστορήματα, την τριλογία του με τίτλο Παιδική ηλικία και τις Ιστορίες της Σεβαστούπολης , που θα του χαρίσουν αμέσως τη φήμη.

Tο 1855 στην Αγία Πετρούπολη θα γνωρίσει τον τότε ήδη σπουδαίο Τουργκένιεφ, θα συνδεθούν πολύ, αλλά αργότερα θα συγκρουστούν: «τρωγλοδύτη» τον ονόμασε ο Τουργκένιεφ για τους βάναυσους τρόπους του. Υστερα από 17 χρόνια ο Τολστόι θα του ζητήσει συγγνώμη.

Tο 1856, σε ηλικία 26 χρονών, θα εγκατασταθεί στη Γιάσναγια Πολιάνα. Χαρίζει την ελευθερία στους δουλοπάροικους του κτήματος, αλλά εκείνοι την αρνούνται από δυσπιστία. Ομως η κατάστασή τους τον απασχολεί και το 1857 ιδρύει για τα παιδιά των μουζίκων του σχολεία με δασκάλους νεαρούς φοιτητές, που θα κλείσει λίγο αργότερα η τσαρική αστυνομία.

Δυο μεγάλα ταξίδια στην Ευρώπη, το 1857 και το 1860-61, του ανοίγουν νέους πνευματικούς ορίζοντες. Στο Παρίσι επισκέπτεται μουσεία, θέατρα, γνωρίζει διάσημους ανθρώπους και εντυπωσιάζεται από τον Βίκτορα Ουγκώ, που μόλις είχε τελειώσει του Αθλιους · στις Βρυξέλλες γνωρίζει τον Γάλλο αναρχικό Πιερ Ζοζέφ Προυντόν, από τον οποίο θα δα νειστεί τίτλους για δυο βιβλία του, Πόλεμος και ειρήνηκαιΤι είναι τέχνη· παρακολουθεί μια δημόσια θανατική εκτέλεση στο Παρίσι και αμέσως τάσσεται κατά της θανατικής ποινής.

Ο γάμος προβλημάτιζε τον Τολστόι, όπως δείχνει η νεανική αλληλογραφία του. Αμφέβαλλε αν ταίριαζε για τον ρόλο του οικογενειάρχη. Ομως το 1862 θα παντρευτεί από έρωτα τη δεκαοκτάχρονη Σοφία Μπερς, κόρη γιατρού, με την οποία θα κάνει 13 παιδιά, από τα οποία πέντε πέθαναν μετά τη γέννα. Εκείνη θα τον βοηθήσει ως γραμματέας του για την αντιγραφή και συχνά και την υπαγόρευση τουΠόλεμος και Ειρήνη , που γράφτηκε από το 1863 μέχρι το 1869, σε πολλαπλές γραφές. Ωστόσο ο γάμος, λόγω ασυμφωνίας των χαρακτήρων τους, θα εξελιχθεί σε τραγωδία. Στα 82 του χρόνια, οι αφόρητες πιέσεις της συζύγου του για πρακτικά και οικονομικά ζητήματα τον κάνουν να φύγει ένα βράδυ από τη Γιάσναγια Πολιάνα, για να ζητήσει αλλού την ήσυχη ζωή του ερημίτη. Στο τρένο αρρωσταίνει από πνευμονία, νοσηλεύεται στο σπίτι του σταθμάρχη του χωριού Αστάποβο και πεθαίνει στις 7 Νοεμβρίου του 1910. Η «φυγή» του, ο θάνατος και η κηδεία του γίνονται πρώτη είδηση στη Ρωσία και σε ολόκληρο τον κόσμο. Θα τον θάψουν στο κτήμα του, το οποίο, σύμφωνα με την επιθυμία του, θα δοθεί στους αγρότες. Η γυναίκα του θα παραμείνει στο σπίτι της Γιάσναγια Πολιάνα με κρατική επιχορήγηση από τον τσάρο, και θα ζήσει εκεί μέχρι τον θάνατό της, το 1919.