Μια ελληνικής πνοής – και συντελεστών – πρωτοποριακή χορευτική παράσταση, βασισµένη στις σκιές και τη ρεµπέτικη ευαισθησία, εγκαινιάζει το ΟDC Τheater στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ
Η φωνή της Μαρίκας Παπαγκίκα ακούγεται, σπαρακτική, σε ένα µινόρε από τη Σµύρνη. Οι σκιές σκουραίνουν όσο να βυθιστούν στο σκοτάδι.

Εκεί που γράφεται το φινάλε του ρεµπέτικου θρήνου… Είναι η τελική σκηνή της παράστασης «Rebetiko», που έστησαν για το κοινό του Σαν Φρανσίσκο ο έλληνας χορογράφος – που δούλεψε χρόνια στη Γερµανία και πλέον µε την οµάδα του Κunst-Stoff έχει εγκατασταθεί στη Δυτική Ακτή των Ηνωµένων Πολιτειών – µε τον συνθέτη Μίνω Μάτσα, εγγονό του (οµώνυµου) στιχουργού του θρυλικού «Μινόρε της αυγής» και µιας σειράς άλλων γνωστών ρεµπέτικων, την ερµηνεύτρια (µε σπουδές µουσικολογίας στη Βρετανία) Κατερίνα Κλαµπάνεβα και τον µετρ του θεάτρου σκιών Λεωνίδα Χασαπίδη, που ζει και εργάζεται στο Σαν Φρανσίσκο. Και µε χορευτές από την Ταϊβάν, την Αµερική, την Ιαπωνία και τη Βραζιλία.

Η παράσταση µε την ελληνική καταγωγή, γεµάτη µε το αίσθηµα των προσφύγων από τις χαµένες πατρίδες, «πατηµένη» πάνω σε κώδικες χορευτικούς της ελληνικής παράδοσης, εγκαινιάζει απόψε για τρεις αρχικά και άλλες τρεις βραδιές ώς το τέλος του µήνα, το ανακαινισµένο (επί δύο χρόνια και µε 9 εκατ. δολάρια) Θέατρο ΟDC, ένα από τα πιο σηµαντικά και παλιά θέατρα για χορό στο Σαν Φρανσίσκο.

«Εξερευνούµε όλοι µαζί τις ρίζες και την εξέλιξη του ρεµπέτικου», λέει στα «ΝΕΑ» ο χορογράφος Γιάννης Αντωνίου. «Η αισθητική και η οπτική της παράστασης είναι επηρεασµένη από το θέατρο σκιών. Ο χορός, το τραγούδι και οι σκιές µπλέκονται και λένε µια ιστορία ξεριζωµένων ανθρώπων που έχουν ζωτική ανάγκη να τη διηγηθούν. Με τους στίχους των τραγουδιών λέµε µια ιστορία νοσταλγίας και αγάπης για έναν τόπο και ένα σπίτι που χάθηκε, καθώς και για τον αγώνα ενός ανθρώπου που ξεριζώθηκε βίαια και µετοίκισε σε ξένο τόπο.

Η παράδοση του ρεµπέτικου είναι µια ιστορία µε ψυχή. Οπως λέει και η Κατερίνα Κλαµπάνεβα (σ.σ.: που θα ερµηνεύει τα “πειραγµένα” από τον Μίνω Μάτσα ρεµπέτικα της παράστασης, πλην του µινόρε µε τη Μαρίκα Παπαγκίκα στο φινάλε), θα ήθελα να µάθω ποια είναι η σχέση των ανθρώπων µε την ελληνική µουσική και ποια στερεότυπα έχουν γι’ αυτήν. Ενα µεγάλο µέρος της δουλειάς µου κινείται από το πάθος µου να δείξω στους ανθρώπους αυτή τη µουσική».

«Το ρεµπέτικο τραγούδι τρέχει στις φλέβες µου. Δεν το βρήκα εγώ, µε βρήκε αυτό, καθώς έψαχνα τις µουσικές καταβολές µου και έχοντας ήδη αρχίσει να γράφω τραγούδια. Ακόµη, δυο γενιές πίσω, στην οικογένειά µου παππούδες και γιαγιάδες από Σµύρνη, Θεσσαλονίκη, Γιάννενα. Και βέβαια οι στίχοι του Μίνου Μάτσα» ξεκαθαρίζει από την αρχή στα «ΝΕΑ» ο Μίνως Μάτσας.

«Η κατάνυξη, η ευγένεια και η αγνότητα που κουβαλούν οι µουσικές και τα λόγια του ρεµπέτικου µε απογειώνουν. Διεκδίκησα λοιπόν την ελευθερία, άλλοτε αποδοµώντας και ξανασυνθέτωντάς τα, άλλοτε απλά εµπνεόµενος από µια λέξη ή µια φράση µουσική, να ψάξω την ουσία, τον πυρήνα τους, έτσι όπως τον αισθάνοµαι σήµερα».

Το «Rebetiko», παραγγελία του θεατρικού οργανισµού ΟDC και του Ιδρύµατος CounterΡulse performing Diaspora Festival, έχει «κληθεί»για παραστάσεις στη Νέα Υόρκη από του χρόνου και γίνονται συζητήσεις για να το δούµε και στην Αθήνα.

ΙΝFΟ

«Rebetiko» σε χορογραφία Γιάννη Αντωνίου, µουσική Μίνου Μάτσα στο ΟDC Τheater του Σαν Φραντσίσκο, 21-24 και 28-30 Οκτωβρίου. Ιντερνετ: http://www. odcdance.org/

Οι µόδες και τα δήθεν


Για το «ρεµπέτικο» του χορογράφου Γιάννη Αντωνίου «η κάθαρση, σχεδόν τελετουργική, έρχεται µέσα από τον ιδρώτα των χορευτών και είναι τελικά θεραπευτική». Για τον Μίνω Μάτσα «τα ρεµπέτικα είναι φάρος. Η δύναµή τους έρχεται από τον ξεριζωµό, τη φτώχεια, τον έρωτα και τον καηµό εκείνων τον ανθρώπων. Τότε υπήρχε ένας κόσµος που αδιαφορούσε για τους κανόνες της µικροαστικής κοινωνίας, αλλά υπάκουε στους δικούς του νόµους. Αυτός λοιπόν ο κόσµος έφτιαξε ένα τραγούδι όµορφο που παραµένει ζωντανό», όπως λέει στα «ΝΕΑ».

«Νιώθω έντονα ότι (όπως και το δηµοτικό µας τραγούδι) το ρεµπέτικο αφορά και το σήµερα και το αύριο. Το ελληνικό κοινό έχει υποφέρει από τα κατά καιρούς νεο-ρεµπέτικα ή τις µόδες, τα δήθεν και τη ρεµπετολαγνεία. Οµως τα ρεµπέτικα για να σου αποκαλύψουν την αγιοσύνη τους πρέπει να τα πλησιάσεις µε ταπεινότητα, µε καρδιά και καθαρή µατιά. Και τότε γίνονται νησίδες οξυγόνου και έµπνευσης µαζί.

Αναρωτιέµαι: γιατί να µη διδάσκονται στα σχολεία µαζί µε τη δηµοτική και τη βυζαντινή µουσική; Γιατί να µην εκθέτουµε τα παιδιά που θα γίνουν 18 χρόνων το 2020 στον Τσιτσάνη, στον Μάρκο, στον Παπαϊωάννου, στα γυρίσµατα του Ρούκουνα, του Νταλγκά, της Παπαγκίκα, της Ρόζας και τόσων δηµιουργών, οργανοπαικτών και τραγουδιστών; Η θέση, η αισθητική και η λιτή τους έκφραση έχουν κάτι να µας διδάξουν. Και αφορά εµάς τους ίδιους…».

Για τη δε Κατερίνα Κλαµπάνεβα, «το ρεµπέτικο είναι ένα µουσικό ιδίωµα πέρα και πάνω από χρονικά, γεωγραφικά και πολιτισµικά σύνορα».

Τραγουδάει εδώ και χρόνια ρεµπέτικα στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την Ελλάδα και παρατηρεί πως «η ύπαρξη πολλών ρεµπέτικων fora, συγκροτηµάτων από άτοµα διαφόρων ηλικιών και εθνικοτήτων καθώς και το εύρος της ακαδηµαϊκής έρευνας, είναι απόδειξη της παγκόσµιας απήχησης του ρεµπέτικου».