Βραδάκι, µε ωραίο καιρό, οι τουρίστες µαζεµένοι στην πλατεία Μοναστηρακίου ξαποσταίνουν στο κάλυµµα του Ηριδανού και των πέριξ ερειπίων. Τρώνε σουβλάκια, γλείφουν παγωτά, πίνουν µπίρες, και αφήνουν τα ποτήρια και τα περιτυλίγµατα να πέσουν πίσω τους, γύρω τους, µπροστά τους. Υπάρχει ένας κάδος στη γωνία, µε ένα µικρό βουναλάκι σκουπίδια επάνω του, που σηµαίνει ότι ώς την τελευταία στιγµή οι άνθρωποι προσπάθησαν να ρίξουν το χαρτάκι τους εκεί που θα έπρεπε να είναι η θέση του, κι έναν ακόµα λόφο γύρω του, που σηµαίνει ότι η τελευταία στιγµή κράτησε ώρες. Προσπάθησαν κι ύστερα παραιτήθηκαν, τι να κάνουν; Μπορεί να στεναχώρησε µερικούς η παραίτηση. Στο κάτω κάτω έχουν πληρώσει γι’ αυτό το ταξίδι, κι όχι τιµές υπανάπτυκτης χώρας αλλά κανονικές, ευρωπαϊκής χώρας. Ηρθαν να δουν µέρη για τα οποία άκουγαν από µικρά παιδιά, την Ακρόπολη της Αθήνας, τη Ρωµαϊκή Αγορά της, την Πνύκα, τον Αρειο Πάγο και ό,τι άλλο αποµένει από ένα σπουδαίο παρελθόν.

Οπότε, η στιγµή που άφησαν το πλαστικό ποτήρι τους στα χρωµατιστά, εντυπωσιακά αλλά πασαλειµµένα βρώµα µικροπλακάκια της πλατείας, ίσως να τους κόστισε. Θα ήταν συµβιβασµός µε τις αρχές τους, γιατί στις πόλεις τους, στα µέρη τους, δεν συνηθίζουν να αµολάνε καταγής οτιδήποτε περισσεύει από ένα πρόχειρο γεύµα. Ισως µερικοί να µην άντεξαν να προχωρήσουν ώς αυτή την πράξη εγκατάλειψης. Ισως µπήκαν στον κόπο να σηκωθούν από το κάλυµµα του Ηριδανού, να µετακινηθούν παραπέρα για να διαπιστώσουν ότι δεν υπάρχουν πολλά µέρη να καθήσει κανείς τζάµπα στην πόλη αυτή, αν δεν το ήξεραν ήδη. Και να ένιωσαν κάτι σαν µαταιότητα, αίσθηµα που απέφυγαν οι υπόλοιποι, όσοι σκέφτηκαν ότι, αφού τους ανθρώπους εδώ δεν τους πειράζουν τα σκουπίδια, εµείς γιατί να σκάσουµε;