ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ συμπληρώνει από την πρώτη εμφάνισή του στη δισκογραφία το συγκρότημα από τη Γλασκώβη Τeenage Fanclub, που συνεχίζει και στην τελευταία δουλειά του να βάζει τη δική του σφραγίδα στη μελωδική κληρονομιά τού… γράμματος «Β»: Βeatles, Βyrds, Βeach Βoys και Βig Star.

Γίνεται το «προβλέψιμο» να είναι πιο συναρπαστικό από το «καινοτομικό»; Γίνεται η ώριμη περισυλλογή να μοιάζει πιο γοητευτική από τον εκρηκτικό ενθουσιασμό όταν μιλάμε για το εξ ορισμού νεανικό και μηδενιστικό σύμπαν του rock & roll; Στην περίπτωση των Teenage Fanclub, η απάντηση και στα δύο ερωτήματα είναι εμφατικά καταφατική. Οταν, εξάλλου, είσαι σοβαρός στους στόχους και τις καλλιτεχνικές επιδιώξεις σου από μικρός δεν υπάρχει περίπτωση να εκτεθείς ως νεάζων μεσόκοπος που μιμείται «περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις». Τα μέλη του συγκροτήματος από τη Γλασκώβη (την άτυπη παγκόσμια πρωτεύουσα της εκλεκτικής ανεξάρτητης ποπ εδώ και τρεις δεκαετίες) κάνουν το 2010 αυτό που έκαναν πάντα από την ίδρυσή τους στα τέλη της δεκαετίας του ΄80. Βουτάνε βαθιά στο πλούσιο ροκ ορυχείο και αναδύονται στην επιφάνεια κρατώντας στα χέρια μελωδίες-διαμάντια. Χωρίς ψευτο-αιρετικό ίματζ και σαδομαζοχιστική σχέση με τη διασημότητα, χωρίς επιμελώς στημένες προβοκάτσιες και ναρκισσευόμενη αυθάδεια. Οι ΤFC δεν είναι απλώς επιζήσαντες (στο κάτω κάτω είναι ακόμα πολύ νεώτεροι από τους πάσης φύσεως ροκ δεινόσαυρους που λυμαίνονται το νοσταλγικό συναυλιακό σιρκουί ανά την υδρόγειο), είναι η προσωποποίηση της συνέπειας οράματος, πρόθυμοι ακόμα ταξιδιώτες σε μια περιπέτεια που τελειώνει μόνο όταν ολοκληρωθεί ένα άλμπουμ ή μια περιοδεία, για να ξαναρχίσει μετά το τραγούδι από την αρχή.

Οι κιθάρες είναι πλέον πιο συγκρατημένες, το τέμπο σαφώς πιο χαλαρό, τα μαλλιά πιο κοντά και πιο γκρίζα- με τις περισσότερες τρίχες στη θέση τους πάντως -, το τραγούδι όμως παραμένει το ίδιο στο ιδανικό μουσικό σύμπαν των ΤFC: μια σφιχτοδεμένη κιθαριστική power pop με έντονη την αύρα της μυθικής Καλιφόρνιας των ΄60s, αυστηρά όμως made in Scotland. Ο τοπικός προσδιορισμός δεν είναι τυχαίος, αφού η περιβόητη «σκηνή της Γλασκώβης» ήταν και παραμένει ένας αυτόνομος και επίμονα ανεξάρτητος από τις επιταγές της επίσημης μουσικής βιομηχανίας κόσμος, κάτι μεταξύ ελεύθερου εργαστηρίου ιδεών και κοινοβίου μουσικών όπου ο ένας συμμετέχει στις ηχογραφήσεις του άλλου. Αυτή η «δημοκρατική» αντίληψη στη δημιουργική διαδικασία ήταν από την αρχή εγγεγραμμένη στο DΝΑ του συγκροτήματος, το οποίο περιλαμβάνει όχι έναν, αλλά τρεις συνθέτες, οι οποίοι υπογράφουν από τέσσερα τραγούδια σε κάθε άλμπουμ.

Το συγκρότημα υπήρξε ένα από τα αγαπημένα του Κερτ Κομπέιν (οι Τeenage Fanclub είχαν υποστηρίξει συναυλιακά τους Νirvana την εποχή της ανόδου τους) αλλά και μιας μεγάλης και πιστής φράξιας οπαδών του ανεξάρτητου ροκ σε όλο τον κόσμο και βεβαίως στην Ελλάδα: η συναυλία τους πριν από οκτώ χρόνια στο «Ρόδον» ήταν μια από τις πλέον συγκινησιακά φορτισμένες που έγιναν στον αξέχαστο συναυλιακό χώρο της οδού Μάρνη. Είναι ακριβώς αυτή η μοναδική αίσθηση οικειότητας- η αγαπημένη σου μπάντα είναι πάντα ή τακτικά τέλος πάντων εδώ, μεγαλώνετε μαζί και δεν σε απογοητεύει ποτέ- που εξηγεί το πρωτοφανές επίπεδο σύνδεσης κοινού- καλλιτέχνη στην περίπτωση των αειθαλών Σκωτσέζων.

Το πέρασμα του χρόνου έχει γίνει αναπόφευκτα ένας από τους βασικούς θεματικούς άξονες των τραγουδιών τους, γεγονός που αποτυπώνεται στους γλυκόπικρους στίχους τού «Τhe Fall» από το νέο άλμπουμ τους: «Ανάβω μια φωτιά κάτω από αυτό που ήμουν / Δεν θα λυπηθώ, θα ζεσταθώ μόνο από την αίσθηση απώλειας». Κάποιος (νεαρός) που δεν έχει ακούσει τη μουσική τους είναι πιθανόν να ερμηνεύσει τις παρακάτω πρόσφατες δηλώσεις των μελών του γκρουπ ως δείγμα «ξενερωσιάς». Θα κάνει λάθος όμως… «Ως μπάντα ποτέ δεν επιδιώκαμε τριβές και εντάσεις. Η μουσική μας βασίζεται στις αρμονίες. Πάντοτε επιδιώκαμε την αξιοπρέπεια. Συνειδητοποιήσαμε νωρίς ότι είμαστε ένα γκρουπ ανθρώπων που γράφει τραγούδια. Ο κόσμος γνωρίζει λίγο-πολύ τι θα ακούσει σε κάθε καινούργιο άλμπουμ κι αυτό νομίζω ότι είναι καλό».

Οι Τeenage Fanclub είχαν υποστηρίξει συναυλιακά τους Νirvana την εποχή της ανόδου τους.

Στην Ελλάδα, η συναυλία τους πριν από οκτώ χρόνια στο «Ρόδον» ήταν μια από τις πλέον συγκινησιακά φορτισμένες