Με την Αννα Διαμαντοπούλου και τον Παναγιώτη Τέτση αισθάνεται κανείς πως θα μπορούσε να είναι όσο οξύς, αιχμηρός, ακόμη και προκλητικός θα ήθελε και σε απάντηση να «εισπράξει» μιαν ευπρέπεια και μια μετριοπάθεια. Γεγονός που δεν σε αφήνει να καταλάβεις ότι και οι δικές τους θέσεις είναι εξ ίσου τολμηρές, προκλητικές συχνά, όπως καταδεικνύεται και από τη συνέντευξη αυτή. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι συχνά η ουσία αλλά ο τρόπος, που κάνει να χαρακτηρίζεται κάτι ως ρηξικέλευθο και επαναστατικό ή συντηρητικό και οπισθοδρομικό. Πάντως παραμένει χαρακτηριστικό και για τους δυο τους το ότι, ενώ τα ζευγάρια σχεδόν όλων των συνεντεύξεων συζητήθηκαν

πάρα πολύ, με συχνά εντυπωσιακές μετακινήσεις ανάμεσά τους, εξ αρχής η Αννα Διαμαντοπούλου «κατακυρώθηκε» στον Παναγιώτη Τέτση και ο Τέτσης στη Διαμαντοπούλου. Δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πιο ταιριαστά «αταίριαστο» δίδυμο. Το εξέφρασαν άλλωστε και μεταξύ τους, ενώ αντιλαμβανόταν κανείς πως, αν συνέβαινε να υπάρξει μια «έκρηξη», αυτή δεν θα γινόταν να διασκεδαστεί με τίποτεακόμη και χάριν της συνέντευξης.

Οπως χαρακτηριστικό παραμένει και το ότι με λουλούδια ήρθε η υπουργός να συναντήσει τον ζωγράφο, αλλά και ο ίδιος με μια αγκαλιά λουλούδια την υποδέχθηκε.

Το ενδιαφέρον που θα είχε η συνέντευξη της Αννας Διαμαντοπούλου με τον Παναγιώτη Τέτση φάνηκε από την ακρίβεια προσέλευσης της υπουργού. Το απόγευμα στις 4 ήταν καθορισμένη η συνάντηση, στις 4 ακριβώς χτύπησε το κουδούνι στο ατελιέ του ζωγράφου, στην οδό Ξενοκράτους.

Θανάσης Νιάρχος: Τι γνώριζε ώς αυτή τη στιγμή η υπουργός Παιδείας για τον ζωγράφο Παναγιώτη Τέτση;

Αννα Διαμαντοπούλου: Το σωστό είναι να γνωρίζει η υπουργός Παιδείας για τον Παναγιώτη Τέτση πολύ περισσότερα από όσα ο ίδιος για την Αννα Διαμαντοπούλου. Δεν έχω τη βαθιά γνώση της τέχνης, θα έλεγα ότι μάλλον είμαι ένας μέσος πολίτης στην περιοχή αυτή. Θεωρώ όμως ότι τα έργα του Π. Τέτση τα διακρίνει μια μεγάλη διαφορά σε σχέση με τα έργα άλλων ζωγράφων. Είναι έργα που τα αναγνωρίζει ακόμη και ο μέσος Ελληνας. Βλέπεις έναν πίνακά του και λες «αυτό είναι Τέτσης». Τα έργα του έχουν μια σφραγίδα προσωπική, μια σφραγίδα ελληνική, συχνά μια σφραγίδα της Υδρας. Θεωρώ επίσης ότι είναι ως παρουσία ένας πολύ γοητευτικός άνθρωπος.

Παναγιώτης Τέτσης: Εγώ τι γνωρίζω για την υπουργό; Τη συνάντησα για πρώτη φορά σε έναας το χαρακτηρίσω έτσι- γκαλά που έκαναν οι πωλητές της λαϊκής αγοράς για το ομώνυμο έργο μου. Γνωρίζω ότι έχει σπουδάσει πολιτικός μηχανικός, πως είχε μια εξαιρετικά ευδόκιμη θητεία στην Ευρωπαϊκή Ενωση και επίσης ότι υπήρξε καθηγήτρια.

Α.Δ.: Καθηγήτρια δεν υπήρξα. Π.Τ.: Μα, δεν διδάσκατε στα ΤΕΙ; Α.Δ.: Ναι, αλλά για έναν μόνο χρόνο. Πώς το ξέρετε;

Π.Τ.: Τι σημασία έχει; Το χρίσμα πάντως, το έχετε πάρει.

Θ.Ν.: Υπάρχει μια κοινότητα ενδιαφερόντων και ανησυχιών ανάμεσα σε πολιτικούς και καλλιτέχνες ώστε να διευκολύνεται η μεταξύ τους επικοινωνία;

Π.Τ.: Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι η πολιτική δεν υπήρξε πάντα πολύ μακριά από την τέχνη. Παράδειγμα, ο παππούς Γεώργιος Παπανδρέου. Κινήθηκε πάντα μέσα στη περιοχή της τέχνης και όχι μόνο γιατί η δεύτερη σύζυγός του υπήρξε η ηθοποιός Κυβέλημεγάλη μορφή του θεάτρου. Αλλά άλλοι πολιτικοί, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, υπήρξαν ταυτόχρονα πολύ σημαντικοί πνευματικοί άνθρωποι, έγραψαν ποιήματα, δοκίμια, κριτικές μελέτες, έχουν σπουδαίο έργο.

Α.Δ.: Επειδή η ιστορία της πολιτικής είναι μια καμπύλη που άλλοτε πηγαίνει προς τα κάτω και άλλοτε προς τα πάνω, πολλές φορές μου έρχονται στο μυαλό λίγοι στίχοι από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» του Κωστή Παλαμά: «Και μην έχοντας άλλο να κυλήσει στου κακού τη σκάλα/βγάζει τα φτερά/τα φτερά τα πρωτινά του τα μεγάλα». Η διαφορά ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον πολιτικό, είναι ότι ο μεν πρώτος έχει σε όλη του τη διαδρομή την ελευθερία να εκφράζεται όπως θέλει, σύμφωνα με τον τρόπο που προσλαμβάνει τον κόσμο. Οχι μόνο την ελευθερία, άλλα και την υποχρέωση να το κάνει. Ο πολιτικός αντίθετα έχει την υποχρέωση να συνθέτει τις πραγματικότητες. Αυτό είναι μια πολύ μεγάλη διαφορά.

Θ.Ν.: Αν ήσασταν κύριε Τέτση υπουργός Παιδείας, τι θα επιδιώκατε ή τι θα επιθυμούσατε να γίνει;

Π.Τ.: Φοβάμαι ότι θα μονοπωλήσω το απόγευμα. Πρώτα θα καταργούσα εν μέρει τη δωρεάν παιδεία. Δεν είναι δυνατόν οι άνθρωποι που έχουν κάποια οικονομική άνεση να απολαμβάνουν το ίδιο με έναν φτωχό. Οταν πήγαινα εγώ στο σχολείο, το Δημόσιο (θα μου πείτε βέβαια ότι ανατρέχω σε προϊστορικά πράγματα) στο Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς πληρώναμε δίδακτρα στο Δημόσιο, ένα ποσό γύρω στις 300 δρχ. το τρίμηνο ή το εξάμηνο, δεν θυμάμαι καλά. Αυτό δεν μπορεί να το γνωρίζετε κυρία υπουργέ γιατί είστε πολύ νέα. Διατηρώ επίσης μια πολύ ωραία εικόνα που είχε τον χαρακτήρα της αποκάλυψης για μένα. Οταν ήρθα πολύ μικρός από την Υδρα στον Πειραιά, στην Πλατεία Κοραή, εκεί που είναι το δημοτικό θέατρο, μαζεύονταν οι μαθητές μιας μεγαλύτερης τάξης και πουλούσαν στους μαθητές της προηγούμενης τάξης τα σχολικά τους βιβλία. Θα μου πείτε ότι ήταν βιβλία μεταχειρισμένα, όμως αυτοί που τα αγοράζανε πληρώνανε μόνον το 1/3 της τιμής τους. Δεν ήταν δωρεάν τα βιβλία τότε όπως τώρα, γι΄ αυτό άλλωστε τα σχίζουν ή τα πετάνε στα τωρινά μας χρόνια στο τέλος της σχολικής χρονιάς ως άχρηστο χαρτί.

Α.Δ.: Οταν αποφασίστηκε η δωρεάν παιδεία και σταμάτησε ουσιαστικά η- μικρή έστω- συνεισφορά που για πολλά παιδιά ήταν επώδυνη, ήταν μια κορυφαία επιλογή. Αυτή η επιλογή της δωρεάν παιδείας που τη συναντά κανείς μόνο σε χώρες της Ευρώπης και όχι της Αμερικής ή άλλων ηπείρων, έχει το εξής χαρακτηριστικό: κάθε παιδί, είτε από πλούσια οικογένεια προέρχεται είτε από φτωχή, να μπαίνει σε έναν χώρο με τους ίδιους και όχι με διαφορετικούς όρους. Αυτό όμως που είναι πολύ σωστό ως βάση, δεν υλοποιήθηκε και δεν εφαρμόστηκε με τρόπο ώστε όλοι να σέβονται εκείνο που παίρνουν. Χρειάζεται συνείδηση ότι η δωρεάν παιδεία, που προσφέρεται από το υστέρημα και του φτωχού πολίτη, είναι ένα αγαθό που η κοινωνία το δίνει για να της το επιστρέψεις. Ο σεβασμός για το δημόσιο αγαθό που προσφέρεται είναι θα έλεγα το υπ΄ αριθμόν ένα θέμα και αφορά και τους δασκάλους και στους γονείς. Πώς να υπάρξει όμως ο σεβασμός αυτός όταν γονείς καταγγέλλουν δασκάλους γιατί βάλανε τα παιδιά τους να καθαρίσουν έναν χώρο του σχολείου. Βέβαια, υπάρχουν και γονείς που είναι εξαίρεση, όπως υπάρχουν και εκπαιδευτικοί που δεν κοιτάνε ούτε μισθούς ούτε ώρες. Αυτοί οι εκπαιδευτικοί είναι τα διαμάντια, αυτούς χρειάζεται να έχουμε ως πρότυπα.

Π.Τ.: Τα πρότυπα αυτά θα τα συναντήσει κανείς περισσότερο στην επαρχία. Αφιερώνονται στο έργο τους και νιώθουν μια αγαλλίαση με αυτό που φτιάχνουν. Θέλω όμως να επανέλθω στο θέμα της δωρεάν παιδείας και, όσο και αν φαίνεται ότι μποϊκοτάρω τον χώρο μου, που είναι η Σχολή Καλών Τεχνών, αυτό που θα πω δεν συμβαίνει σε καμιά αντίστοιχη σχολή όλου του κόσμου, να δίνονται δωρεάν τα υλικά, χρώματα, πανί, τελάρα, χαρτιά, που μερικές φορές ο σπουδαστής μπορεί να παίρνει στο σπίτι του. Συχνά μάλιστα τους περισσεύουν χρώματα και δεν ξέρουν τι να τα κάνουν.

Οταν πήγαινα εγώ στο δημόσιο σχολείο πληρώναμε δίδακτρα, γύρω στις 300 δρχ. το τρίμηνο ή το εξάμηνο, δεν θυμάμαι καλά. Αυτό δεν μπορεί να το γνωρίζετε, κυρία υπουργέ, επειδή είστε πολύ νέα

Μιλώ για σπατάλες που φαίνονται ασήμαντες, αλλά και χωρίς την κρίση, το νοικοκύρεμα χρειάζεται να υπάρξει σε όλα τα επίπεδα.

Θ.Ν.: Κυρία Διαμαντοπούλου σε ποιον βαθμό πιστεύετε ότι το σχολείο μπορεί να μεταβάλει σε μια ανάγκη επιθυμητή και απαιτητή την καλλιτεχνική δημιουργία σε όλες της τις μορφές;

Α.Δ.: Νομίζω ότι το παράδειγμα του κυρίου Τέτση είναι η απάντηση. Τέλειωσε ένα αυταρχικό γυμνάσιο σε μια δύσκολη εποχή, δεν έζησε σε κανένα περιβάλλον καλλιτεχνικό και ωστόσο αναδείχθηκε, χάρη βέβαια στο μεγάλο του ταλέντο και την επιμέλειά του. Το σχολείο προφανώς παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο, ώστε να υπάρξει μια συνολική παιδεία όσον αφορά την τέχνη. Αυτό που έζησε η δική μου γενιά, να τελειώνει δηλαδή κάποιος το γυμνάσιο και να μην ξέρει στοιχειωδώς τα ρεύματα της ζωγραφικής, ή τι είναι η κλασική μουσική, αυτό σαφώς είναι φτώχεια. Γιατί μετά είναι πολύ δύσκολο να τα ανακαλύψει κανείς μόνος του. Το γενικό σχολείο πρέπει να δίνει τη βάση για να γνωρίσει και να κατανοήσει κανείς την τέχνη, αλλά δεν μπορεί να υποστηρίξει τα ταλέντα.

Π.Τ.: Πώς μπορεί ένας μαθητής, όπως έχει διαμορφωθεί το πρόγραμμά του, να έχει χρόνο να ενδιαφερθεί για τη ζωγραφική, την γλυπτική ή τη μουσική, όταν πρέπει να εγκολπωθεί ορισμένες γνώσεις και δεν προλαβαίνει την κύρια αυτή δουλειά του, αφού πρέπει να διαβάζει για το σχολείο, αλλά ταυτόχρονα να πηγαίνει και στο φροντιστήριο. Για να αναγκάζεται όμως να πηγαίνει και στο φροντιστήριο ο μαθητής, σημαίνει ότι το γυμνάσιο και το λύκειο δεν του δίνουν τόσες γνώσεις όσες χρειάζεται για να περάσει στην ανώτατη παιδεία.

Α.Δ.: Ολα αυτά τα έχουμε διαπιστώσει και χρειάζονται αλλαγή. Πάντως έχω καταλάβει πως ένας υπουργός Παιδείας θα ξέρει ότι έχει πετύχει μόνον όταν το έργο του φανεί, ενώ θα έχει πάψει να είναι υπουργός. Στην παιδεία τίποτε δεν μπορεί να γίνει αμέσως. Η αλλαγή που ανακοίνωσα για το λύκειο, για τις δυο τελευταίες τάξεις πιο συγκεκριμένα, που αντί των δεκατεσσάρων θα υπάρχουν τέσσερα μόνον μαθήματα που θα τα επιλέγει ο ίδιος ο μαθητής, αλλά θα τα διδάσκεται σε βάθος, σε αυτό ακριβώς αποβλέπει. Προσπαθούμε να κάνουμε ένα τελείως διαφορετικό λύκειο, να σταματήσει ο πνιγμός του εφήβου και να μην είναι αυτές καθαυτές οι εξετάσεις που θα κρίνουν την επίδοση, αλλά θα λαμβάνεται υπ΄ όψη ο φάκελος του κάθε μαθητή, ο σχετικός με τα μαθήματα επιλογής, που είναι οπωσδήποτε η λογοτεχνία, ο πο λιτισμός, η γλώσσα. Θ.Ν.: Χθες βράδυ ο καθηγητής κύριος Παναγιώτης Σουκάκος μας έλεγε, στον κύριο Τέτση και σε μένα, πως όταν ήσασταν επίτροπος στην Ευρωπαϊκή Ενωση, είχατε μια σπουδαία ιδέα όσον αφορά στην καθιέρωση της Αγγλικής Γλώσσας ως κύριου μαθήματος στο σχολείο.

Α.Δ.: Είχα πει κάτι περισσότερο. Είχα προτείνει ότι για να πάρει κανείς στο δημόσιο σχολείο το απολυτήριό του, θα πρέπει να κάνει πιστοποίηση της Αγγλικής Γλώσσας, όπως πιστοποιείς τα Μαθηματικά ή τα Ελληνικά σου. Ενώ έχει επενδύσει το ελληνικό Δημόσιο πάρα πολλά χρήματα για την εκμάθηση της Αγγλικής Γλώσσας, βγαίνουν τα παιδιά από το σχολείο και δεν ξέρουν αγγλικά. Πηγαίνουν στο φροντιστήριο για να τα μάθουν. Σήμερα ποιοι ξέρουν τέλεια αγγλικά; Οσοι τελειώνουν τα κολέγια και όσοι σπουδάζουν στο εξωτερικό. Υπήρξε όμως μια φοβερή αντίδραση στην πρότασή μου αυτή, πήρα 2.500 το λιγότερο οργισμένες επιστολές. Λειτούργησε ο μηχανισμός των κακώς εννοούμενων εθνικών ανακλαστικών.

Π.Τ.: Η αναλογία ανάμεσα σε καθηγητές και μαθητές στο γυμνάσιο και το λύκειο, κατά μέσον όρο, ποια είναι;

Α.Δ.: Η αναλογία που έχουμε σε διδάσκοντες και μαθητές είναι η καλύτερη στον κόσμο, δηλαδή ένας δάσκαλος ή ένας καθηγητής ανά εννιά μαθητές. Βεβαίως η Ελλάδα παρουσιάζει πολλές ιδιομορφίες που μία, ανάμεσά τους, είναι τα νησιά. Εκεί μπορεί να έχεις δεκαπέντε μαθητές αλλά και δεκαπέντε καθηγητές. Στο εξωτερικό τα πράγματα παρουσιάζουν ακόμη πιο επιδεινωμένη μορφή, δηλαδή δεκαπέντε καθηγητές για εννιά μαθητές. Τη διετία 2008-2009 είχαμε αύξηση κατά 20% των εκπαιδευτικών που έστειλε η Ελλάδα στο εξωτερικό, ενώ είχαμε μείωση των μαθητών. Π.Τ.: Αυτά τα σχολειά στο εξωτερικό είναι καθαρά ελληνικά, ή λειτουργούν συμπληρωματικά;

Α.Δ.: Υπάρχουν πολλοί τύποι, ανάλογα με τη χώρα. Στη Γερμανία όπου επικεντρώνεται το πρόβλημα, υπάρχει ο τύπος του αμιγούς ελληνικού σχολείου, δηλαδή το γυμνάσιο και το λύκειο κάνουν μόνον το ελληνικό πρόγραμμα. Κατά την άποψή μου τα σχολεία αυτά έκλεισαν τον κύκλο τους. Οι μαθητές τους ούτε καλά ελληνικά ούτε καλά γερμανικά μιλούν, δεν μπορούν να ενταχθούν ούτε στη μια ούτε στην άλλη κοινωνία. Στόχος λοιπόν είναι τα παιδιά να πηγαίνουν στα σχολεία των χωρών όπου ζουν κι εμείς να επενδύουμε στη γλώσσα, την ιστορία και τον πολιτισμό μας. Το υπάρχον όμως σύστημα έχει φτάσει σε αδιέξοδο.