Το Θεσσαλικό Θέατρο γιορτάζει φέτος τα 35 χρόνια από την ίδρυσή του
Νιώθω κάπως να συνεορτάζω, ειδικά όταν ο εορτασµός συνδυάστηκε µε µια νέα επιθεώρηση, είδος στο οποίο ευδοκίµησε µε νέα θεµατολογία το πρώτο αυτό αποκεντρωµένο θέατρο µετά τη µεταπολίτευση. Και συνεορτάζω διότι έχω και συναισθηµατικά συνδεθεί µε την πρώτη απόπειρά του να παρουσιάσει επιθεώρηση. Οταν λοιπόν αναγγέλθηκε πως θα απασχολούσε το θέατρο το ιθαγενές αυτό υβρίδιο που ήδη είχε εγκαινιάσει την ανανεωτική του εξέλιξη το Ελεύθερο Θέατρο, ο «σοβαρός» Τύπος της Λάρισας αλλά και οι τα φαιά φορούντες Λαρισαίοι (γιατροί, εκπαιδευτικοί, µηχανικοί και κουλτουριάρισσες κυρίες και δεσποινίδες που κατέβαιναν στην Αθήνα να δουν «Κουν»)

εγκαινίασαν εκστρατεία ότι τάχα το «σοβαρό» του θέατρο θα γλιστρούσε στην επιθεωρησιακή χυδαιότητα (για δείτε πώς συχνά τα πάντα επαναλαµβάνονται _ αφού και τώρα ο Αριστοφάνης κινδυνεύει να «νοθευτεί» από τη χυδαία επιθεώρηση).

Κάτω από αυτή την «απειλή» ο Κώστας Τσιάνος και η Αννα Βαγενά µε παρακάλεσαν να µεταβώ στη θεσσαλική πρωτεύουσα και να κάνω διάλεξη για την επιθεώρηση (είχε ήδη δηµοσιευθεί το δοκίµιό µου το 1972, «Το πο λιτικό µας θέατρο»). Πήγα µε µεγάλη ευχαρίστηση (εξάλλου ένιωθα κοντοχωριανός), αλλά ζήτησα να µιλήσω Κυριακή 7.30 η ώρα το απόγευµα. Οι κουλτουριάρηδες της Λάρισας διάβαζαν βέβαια «Βήµα», µε τιµούσαν µε την αφοσίωσή τους και έσπευσαν αθρόοι στη διάλεξη. Που ήταν µια παγίδα. Διότι µετά µίας ώρας ανάλυση, και ενώ είχαν κλείσει οι πόρτες του θεάτρου όπου γινόταν η οµιλία, τέλειωσα µε τη φράση: «Και τώρα ο θίασος θα δώσει έµπρακτα παραδείγµατα, για να δικαιωθούν οι θεωρητικές σκέψεις που είχα την τιµή να σας αναπτύξω». Και παίχτηκε η επιθεώρηση «Της Λαρίσης το ποτάµι» µε τους αντιρρησίες εγκλωβισµένους. Οπως ήταν φυσικό ενθουσιάστηκαν, η επιθεώρηση «έσκισε», ήρθε στην Αθήνα και έκτοτε οι προµαχούντες υπέρ του είδους στη Λάρισα είναι και οι κουλτουριάρηδες. Χωρίς πλέον προκαταλήψεις.

Από τότε το Θεσσαλικό έχει ανεβάσει έως σήµερα επτά επιθεωρήσεις και συνάµα έχει ανανεώσει, ή καλύτερα εµπλουτίσει, το είδος µε νέα θεµατική. Εξηγούµαι: η επιθεώρηση ονοµάστηκε, και από τους ιστορικούς του είδους, «Αθηναϊκή», διότι στην Αθήνα εφευρέθηκε και θεµατικά ήταν αθηνοκεντρική, αφού για τα ήθη των Αθηνών τα αστικά µιλούσε και τα κεντρικά πολιτικά πρόσωπα σατίριζε. Εξάλλου, λόγω του είδους του θεάµατος (πλούσια και πολλά σκηνικά, ορχήστρα, µπαλέτο κ.λπ.) δύσκολα µπορούσε να περιοδεύσει.

Στη δεκαετία του ’50, όσοι επιθεωρησιακοί θίασοι έβγαιναν στην επαρχία, ολιγοµελείς, µε µια σόλο χορεύτρια, έπαιζαν µόνο µε το ριντό ως φόντο και ένα πιάνο. Θυµάµαι, για παράδειγµα, τον µαέστρο Αβατάγγελο και χορευτή τον Γιάννη Νταλ (µαντέψτε ποιον!).

Το Θεσσαλικό Θέατρο, µε συγγραφείς τους ευδοκιµήσαντες τότε στη νεορεαλιστική σκηνή και την κοινωνική-πολιτική σάτιρα (Μποστ, Μουρσελά, Ποντίκα, Σκούρτη, Λαζόπουλο κ.ά.), πέρα από τα σατιρικά κείµενα που ξεµπρόστιαζαν τα µεταπολιτευτικά µας ήθη, µε τη συµβολή της Χατζησοφιά και του Τσιάνου στην τοπική θεµατική έγραψαν νούµερα που ξετίναζαν και τα επαρχιακά χούγια (σκυλάδικα, βαλκάνιες πόρνες και στριπτίζ, ξεµπουρδιαλέµατα χωρικών µε τα λεφτά της συγκοµιδής, κουλτουριάρηδες του κάµπου µε τα Γκούτσι και Βουιτόν κ.λπ.).

Μου έτυχε να παρακάθοµαι σε παράσταση επιθεώρησης στη Λάρισα µε ζεύγος µεσόκοπων χωρικών, καλοβαλµένων, µε τα «καλά» τους, κι όταν στη σκηνή σατιριζόταν αγρότης που κατέθετε τη χορήγηση της ΑΤΕ από το βαµβάκι στα πόδια ντιζέζ σκυλάδικου, ν’ ακούσω τη σύζυγο να ψιθυρίζει µουλωχτά στον σύζυγο: «Σας ξεφτέλισαν, ου να µου χαθείτε, ζαγάρια, που να σας τον κόψουνε να ησυχάσουµε ούλοι».

Ε, λοιπόν, αυτό το είδος θεάτρου που επιδρά έτσι και διαµορφώνει συνειδήσεις δεν είναι χυδαίο _ κι όταν χυδαιολογεί είναι γιατί είναι κοινωνικός καθρέφτης. Γι’ αυτό και πάντα θέλω να θυµίζω τον λόγο του Γκόγκολ, πώς απάντησε σε όσους έβριζαν τον «Επιθεωρητή» (κοίτα τώρα γλωσσική σύµπτωση!): «Μη σπάζετε τον καθρέφτη, δώστε µούντζα στη µούρη σας που καθρεφτίζεται»!

Η νέα εορταστική επιθεώρηση του Θεσσαλικού Θεάτρου που περιοδεύει ανά την Ελλάδα έχει όλα αυτά τα γνωρίσµατα, τον ίδιο θεµατικό στόχο. Σάτιρα των επαρχιακών ηθών (τους εκστρατεύοντες για Μύκονο καµπίσιους, τα µοντέρνα ζευγάρια που µιµούνται την ελευθεριότητα των αστών, της τηλεοπτικής «µυθολογίας», την αστυφιλία που στις ηµέρες µας από επιστροφή στις ρίζες για διακοπές έγινε σωτήριος αγροτουρισµός, την πολιτική απογοήτευση και την εκµετάλλευση του πελάτη-ψηφοφόρου από την κοµµατική µαφία). Πουθενά ούτε ίχνος σάτιρας των τηλεοπτικών σειρών και της αναγνωρισιµότητας των τηλεοπτικών αστέρων. Και η σάτιρα αυτή πιάνει και στου «Παπάγου», µε πολλές κυρίες αξιωµατικών στο αµφιθέατρο, διότι, βεβαίως, η Αθήνα είναι µια µεγέθυνση της επαρχιωτικής Ελλάδας. Σ’ ένα ζουµί όλοι βράζουµε. Με το εξής σύνδροµο: οι σηµερινοί Αθηναίοι νοσταλγούν τα χωριά τους και οι επαρχιώτες ξιπάζονται µε τα αστικά σύνδροµα µέσω τηλεοπτικής γκλαµουριάς.

«Οι αγαπητικοί της βοσκοπούλας» (πόσο εύστοχος ο τίτλος του θιάσου φέτος!) εξαντλούν τη σάτιρα στα ήθη και στα πολιτικά απηχήµατα των ηθών. Μου έκανε µάλιστα εντύπωση το ότι δεν ακούστηκαν νύξεις για Ζίµενς, οµόλογα και Βατοπέδι. Γιατί άλλωστε; Τι σχέση έχουν αυτά µε τα προβλήµατα του µέσου επαρχιώτη (αστού, µικροαστού και αγρότη). Οµως ένα νούµερο µιλάει για την καταστροφή και τη «λαϊκή» τραγωδία του χρηµατιστηρίου. Αυτό, ναι, το πλήρωσαν ακριβά. Θα µου µείνει αξέχαστη η εικόνα γερόντισσας µε τσεµπέρι στον κάµπο του Μαραθώνα να µιλάει τον Αύγουστο του 1999 στο κινητό και να φωνάζει: «Πούλα, πούλα»! Ο Κώστας Τσιάνος, που επανήλθε ανανεωµένος και ωριµότερος στη διεύθυνση του Θεσσαλικού, όσο λίγοι γνώστης του είδους, σκηνοθέτης, συγγραφέας, χορογράφος, έστησε µια ευφρόσυνη παράσταση, µε γρήγορους ρυθµούς και αποτελεσµατική υποκριτική του δύσκολου αυτού θεάτρου, όπου ο ηθοποιός πρέπει να αφήσει το στίγµα του σχεδόν σε χρόνο ελάχιστο και µε λόγο ακαριαίο.

Μια χαριτωµένη συνωµοσία µε το κοινό


Τα κοστούµια και τα σκηνικά του Αγγελου Μέντη λιτά, αρµόδια και βολικά για την περιοδεία, χωρίς χλιδή αλλά µε θεατρική ευστοχία και γελοιογραφική διάθεση. Τα κείµενα των ΡέππαΠαπαθανασίου, Αννας Χατζησοφιά, Κώστα Τσιάνου και δύο κλασικά του Λαζόπουλου ευθύβολα και ουσιαστικά, ακριβή τόσο ώστε απέτρεπαν τους ηθοποιούς από προσθήκες.

Η µουσική του Διονύση Τσακνή ωραία ενορχηστρωµένη και στα πρωτότυπα τραγούδια µε όλη την ευφορία του ταλέντου του. Το εναρκτήριο τραγούδι _ σε εξαίσιους λατρευτικούς στίχους στους µεγάλους της Επιθεώρησης _ της Λίνας Νικολακοπούλου, ένα διαµάντι.

Οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού πιστές στην παράδοση του είδους. Αριστουργηµατικό το «ανδρικό» µπαλέτο των κύκνων, σε χορογραφία του µεγάλου Φλερύ.

Οι ηθοποιοί του Θεσσαλικού Θεάτρου, οι περισσότεροι νεήλυδες στο είδος, βρήκαν αµέσως τα κλειδιά του ειδικού κώδικα και το γλέντησαν µε πρωτοχορευτές και σολίστες τον έξοχο Ψυχογιό, τον τυπίστα Σταθακόπουλο, τον ευθύβολο Σταµούλη, την µπριόζα Φανή Γιέµτου, τη διαβολεµένη Ουζουνίδου κι από κοντά την Ντεµίρη, τον Γρηγορόπουλο, τη Διαγούπη, τον Γιάννη Στόλα. Ολοι τους, πλήρως δοσµένοι σε µια χαριτωµένη συνωµοσία µε το κοινό, χαρίζουν στην άνυδρη από επιθεωρησιακό χιούµορ περιφέρεια της µείζονος πρωτευούσης και της επαρχίας δροσιά και εύστοχο για προβληµατισµό υλικό.

ΥΓ: Επειδή δεν έρχεται µόνον, ξέρετε ποιο, διορθώνω: το δοκίµιο για την επιθεώρηση γράφηκε το 1972, η κριτική για το Ελεύθερο Θέατρο το 1973 και η µεταπολίτευση έγινε αναµφισβήτητα το 1974!!