Στην κάψα του Αυγούστου εγκαινιάζεται η νέα χειµερινή σεζόν, µε τον τελευταίο «Σρεκ», που δεν λάµπει όπως οι τρεις πρώτοι, αλλά η µοναδικότητά του παραµένει και κάνει παρέα µε τρεις σπουδαίες επανεκδόσεις

Ανέλπιστο λαβράκι κι απ’ το πουθενά είχαν πιάσει οι παραγωγοί όταν είδαν την ανταπόκριση των σινεφίλ στον πρώτο «Σρεκ» και, φυσικά, τα σίκουελ ακολούθησαν απανωτά για να φτάσουµε στο τέταρτο και τελευταίο «Σρεκ κι εµείς καλύτερα»(Shrek forever after). Επιστρέφει λοιπόν µε σύσσωµη την παρέα του έτοιµος για νέες περιπέτειες, έστω και τραβηγµένες από τα µαλλιά, στo βασίλειο του Πέρα Πέρα.

Μετά τους έρωτες και τα µεγαλεία, ο Σρεκ, ο δράκος µε τη µαλαµατένια καρδιά, απέκτησε νέους φίλους, ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε, έγινε πατέρας και υποδειγµατικός οικογενειάρχης, ενώ ανέλαβε νέα καθήκοντα και υιοθέτησε µια εντελώς νέα κοσµοαντίληψη, µε αποτέλεσµα να µη θυµίζει σε τίποτε τον άλλοτε φόβο και τρόµο του βάλτου. Κι από δω αρχίζει το πρόβληµα, αλλά και το τελευταίο κεφάλαιο του παραµυθιού. Ανυποµονεί, πλέον, να ξεφύγει από το Βασίλειο και να ζήσει µια ήρεµη ζωή στον βάλτο µε τη γυναίκα του Φιόνα και τους φίλους του, τον Γάιδαρο και τον Σπιρουνάτο Γάτο. Πολύ σύντοµα θα συνειδητοποιήσει πως το να παντρεύεσαι µια πριγκίπισσα συνεπάγεται βασιλικές υποχρεώσεις. Και αρχίζει να πλήττει και να σκυλοβαριέται.

Κι αφού πρώτα βγαίνει η ψυχή και µετά το το χούι, ο Σρεκ πολύ σύντοµα µπλέκει σε νέες περιπέτειες, καθώς αναπολώντας τις εποχές που ήταν ο φόβος και ο τρόµος στον βάλτο, έρχεται σε συµφωνία µε έναν απατεώνα, τον Ραµπελστίλτσκιν… Μια νέα εκδοχή – εικονική, για να είναι, τάχα µου, οι σεναριογράφοι στο πνεύµα της εποχής – του βασιλείου του Πέρα Πέρα τον περιµένει. Με τον Ραµπελστίλτσκιν βασιλιά, τα τέρατα να είναι υπό διωγµόν, τη Φιόνα να µην υπάρχει ακόµα στη ζωή του και τον φίλο Γάιδαρό του να µην τον αναγνωρίζει. Τώρα, ο Σρεκ πρέπει µε κάθε τρόπο να λύσει τα µάγια του Ραµπελστίλτσκιν, να επιστρέψει στο βασίλειο του Πέρα Πέρα και να ξαναβρεί τους φίλους του και την πολυαγαπηµένη του οικογένεια.

Αρχισε απλά σαν άλλη µια ταινία για παιδιά από τον Ουίλιαµ Στάιγκ κι έχει εξελιχθεί σ’ ένα από τα πλέον αγαπηµένα κι εµπορικά προϊόντα της βιοµηχανίας του θεάµατος. Συν τοις άλλοις, ο αγαθός γίγαντας Σρεκ ήταν το πρώτο animation που έφτασε µέχρι τις οσκαρικές υποψηφιότητες. Αλλά εδώ στην τέταρτη εκδοχή του όλα είναι χιλιοειπωµένα. Και για να ξεζουµίσουν ίσαµε τη τελευταία του ρανίδα τον χρυσοφόρο Σρεκ, σεναριογράφοι και παραγωγοί σκαρφίζονται τα µάγια που τον µεταλλάσσουν, τον κάνουν να ξεχάσει ποιος είναι, ενώ η Φιόνα γίνεται… αρχηγός παράνοµων επαναστατών! Οι φωνές που ακούγονταν στις τρεις πρώτες ταινίες ακούγονται και στο τελευταίο κεφάλαιο του παραµυθιού. Ετσι ακούµε και πάλι τους γνώριµους: Μάικ Μάγιερς (Σρεκ), Εντι Μέρφι (Γάιδαρος), Κάµερον Ντίαζ (Φιόνα), Αντόνιο Μπαντέρας (Γάτος Σπιρουνάτος), ενώ σε αυτήν την περιπέτεια την παρέα συµπληρώνει ο Ουόλτ Ντορν δίνοντας τη φωνή του για τον ρόλο του Ρεµπελστίλτσκιν, του γνωστού και µη εξαιρετέου κακού που επινόησαν το 1812 οι αδελφοί Γκριµ. Τη µουσική υπογράφει και πάλι ο Βρετανός Χάρι Γκρέγκσον Γουίλιαµς.

}}

Τα τεχνολογικά συστήµατα που χρησιµοποιήθηκαν για ανάλογες ταινίες τα προηγούµενα χρόνια έχουν εξελιχθεί ακόµη περισσότερο και εφαρµόζονται στον τελευταίο «Σρεκ». Για να βγάλουν φράγκα, «τεντώνουν» τους χαρακτήρες, και υιοθετώντας την τρισδιάστατη τεχνολογία (3D), γράφουν το τελευταίο κεφάλαιο του ταξιδιού του Σρεκ και της Φιόνα στη µεγάλη οθόνη. Ταυτόχρονα, η ταινία κυκλοφορεί και µε ελληνική µεταγλώττιση (σκηνοθεσία – προσαρµογή διαλόγων Σοφίας Τσάκα, µετάφραση Ρένας Βασταρδή, επιµέλεια – στίχοι τραγουδιών Ηλία Αχλαδιώτη).

Υποκρισία, τ» ονοµά σου κοινωνία

Μοναδική περίπτωση στον παγκόσµιο κινηµατογράφο ήταν ο Μαξ Οφίλς του οποίου η «Αγνωστη κυρία» (Μadame De…) µας απασχολεί σήµερα. Γεννήθηκε το 1902 και πέθανε µόλις το 1957. Γυρίζει την πρώτη του µικρού µήκους ταινία το 1931. Προβλέποντας την απειλή της ανόδου του ναζισµού, ο Οφίλς, που ήταν Εβραίος, κατέφυγε το 1931 στη Γαλλία. Η καλύτερη από τις ταινίες της γερµανικής περιόδου του είναι χωρίς αµφιβολία η «Αγαπηµένη» (παίχτηκε στην Ελλάδα και µε τον τίτλο «Λιµπελάι»). Στη Γαλλία γυρίζει τα φιλµ «Χωρίς επαύριον», «Σαράγεβο». Οταν ξεσπάει ο πόλεµος καταφεύγει στο Χόλιγουντ, όπου το 1948 γυρίζει «Το γράµµα µιας άγνωστης». Οταν πλέον επιστρέψει στη Γαλλία, θα σκηνοθετήσει µια ολόκληρη σειρά από αριστουργήµατα:

«Το γαϊτανάκι του έρωτα», «Η ηδονή», «Η άγνωστη κυρία» µε πρωταγωνίστρια την αγαπηµένη του ηθοποιό Ντανιέλ Νταριέ και «Λόλα Μοντέζ». Σε όλα του τα έργα συναντούµε ορισµένα σταθερά χαρακτηριστικά: τις απαλές µετακινήσεις της κάµερας, την περίπλοκη χρήση των γερανών, των βαγονιών και της εκτεταµένης λήψης µε τράβελινγκ, από την οποία επηρεάστηκε ο Στάνλεϊ Κιούµπρικ, ο οποίος είχε εκδηλώσει τον θαυµασµό του γι’ αυτόν, αλλά και ο Ζακ Ντεµί στη Γαλλία, του οποίου η πρώτη ταινία, η «Λόλα», είναι αφιερωµένη στον Οφίλς, τον οποίο θεωρούσε δάσκαλό του.

Ηρωίδα της «Αγνωστης κυρίας», η Λουίζ – Ντανιέλ Νταριέ – η οποία πουλάει τα πανάκριβα σκουλαρίκια που της χάρισε ο σύζυγός της για να καλύψει κάποιο χρέος ισχυριζόµενη ότι κλάπηκαν. Οµως, επιστρέφουν στα χέρια της από έναν θαυµαστή της, τον Ντονάτι – τον υποδύεται ο Βιτόριο ντε Σίκα – και αποκτούν τεράστια συµβολική αξία. Μετακινούνται, χαρίζονται και µεταπωλούνται από συζύγους, συγγενείς, εραστές και ενεχυροδανειστές. Τα σκουλαρίκια κάνουν ένα «γαϊτανάκι του έρωτα» και ο Οφίλς καταφέρνει να τα µετατρέψει από άψυχο αντικείµενο σε σύµβολο ενός απόκρυφου ψυχισµού, διαφορετικού για κάθε ήρωα. Με µια κινηµατογράφηση που φέρνει χορευτική ζάλη, δηµιουργεί ένα κοµψοτέχνηµα ροµαντισµού πλαισιωµένου από βιεννέζικα βαλς. Ενα φιλµ – θρίαµβο του µελοδράµατος. Με φόρµα αψεγάδιαστη, που καταφέρνει να απογειώσει ένα συνηθισµένο ερωτικό τρίγωνο σε ένα λαµπρό και ταυτόχρονα οδυνηρό έργο τέχνης µε µεθοδική κοµψότητα. Στην πρώτη σκηνή βλέπουµε µόνο τα σκουλαρίκια της, τα οποία ετοιµάζεται να βάλει ενέχυρο, καθώς οδεύει προς την καταστροφή. Η κάµερα κινείται µαζί µε τα σκουλαρίκια και αποκαλύπτει τελικά το πρόσωπο της Λουίζ στον καθρέφτη, ανάµεσα στα υπάρχοντά της. Από εκείνη τη στιγµή κι έπειτα ο σκηνοθέτης δεν µας αφήνει να παραβλέψουµε τα στοιχεία αυτής της πλούσιας κοινωνίας: άφθονο χρήµα και χρέη, πανταχού παρόντες υπηρέτες, πρωτόκολλο προετοιµασίας πριν από τις δηµόσιες εµφανίσεις. Ακόµα και το ταξίδι από την κρεβατοκάµαρα µέχρι την εξώπορτα ανάγεται σε εκλεπτυσµένη κοινωνιολογική αναφορά. Εκτός από το σπίτι και το ενεχυροδανειστήριο υπάρχουν µια εκκλησία, χώρος όπου κυριαρχεί η υποκρισία των αστών, και η όπερα, όπου τα πάντα είναι θέαµα. Εκεί συναντούµε τον σύζυγο της Λουίζ, τον Αντρέ (Σαρλ Μπουαγιέ), ο οποίος είναι εύθυµος όσο καταφέρνει να ελέγχει τις υποθέσεις (δικές του και δικές της) αυτού του «εκλεπτυσµένου» και γεµάτου υποκρισία Γάλλου.

Η «Αγνωστη κυρία» είναι άλλοτε εύθραυστη, άλλοτε σκληρή και άλλοτε συµπονετική ή συγκινητική. Ο Οφίλς σκιαγραφεί αυτό τον κόσµο µε µπρεχτική ακρίβεια. Κι όµως, ποτέ δεν υποτιµά τη δύναµη ή τη σηµασία του καταπιεσµένου, ατοµικού πόθου.

}}

Ακόµη και όταν οι χαρακτήρες υποφέρουν µέσα στις συµβολικές φυλακές τους ή βάζουν παγίδες ο ένας στον άλλον, τα πάθη τους καίνε. Η γυναίκα στο σινεµά του Οφίλς, είναι ερωτευµένη µε τον έρωτα και κυριαρχηµένη από το πάθος και τον πόθο. Προκαλεί την µοίρα της σ’ έναν αναίσθητο και βίαιο ανδροκρατούµενο κόσµο, για να συντριβεί τελικά κάτω από το βάρος της ψευδαίσθησης και της απάτης. Ετσι λοιπόν και η «Αγνωστη κυρία» είναι µια ταινία για την απατηλή λάµψη του ψεύδους και την ερωτική πλάνη. Μια κωµωδία µε τραγική κατάληξη, στην οποία οι πραγµατικοί πρωταγωνιστές, τα σκουλαρίκια της ηρωίδας, σέρνουν τον χορό της υποκρισίας, της ανειλικρίνειας, της µικροψυχίας και της εκδίκησης. Χρησιµοποιώντας εκπληκτικά το θεατρικό του οπλοστάσιο, ο ποιητής του ψεύδους Μαξ Οφίλς µε ένα µελοδραµατικό, πληθωρικό – σχεδόν µπαρόκ – κινηµατογραφικό ύφος, µετατρέπει τον κόσµο των ηρώων του σ’ ένα τεράστιο παλκοσένικο, πάνω στο οποίο οι ηδονές και οι απολαύσεις της ζωής χορεύουν αγκαλιά µε τη µοναξιά και τον θάνατο.

Απελευθέρωση µέσα από την απώλεια

Εχει γράψει τη δική του – σκανδαλώδη ή µη… – ιστορία το «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» (Le dernier tango a Ρaris), του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι µε τον Μάρλον Μπράντο σ’ εναν από τους τελευταίους µεγάλους ρόλους του. Δίπλα του, η Μαρία Σνάιντερ. Αλλη «χαµένη περίπτωση», µιας και µετά το συγκεκριµένο φιλµ του 1972 όπου κάνει την πρώτη της εµφάνιση, έπαιξε δίπλα στον Τζακ Νίκολσον στο «Επάγγελµα ρεπόρτερ» –΄75 – του Μικελάντζελο Αντονιόνι και µετά «εξαφανίστηκε»…

Ο Μάρλον Μπράντο είναι ο µεσήλικος που προσπαθεί να ξεπεράσει τον θάνατο της γυναίκας του δηµιουργώντας µια σχέση καθαρά σαρκική µε µια άγνωστη νεαρή (Μαρία Σνάιντερ), σε ένα άδειο διαµέρισµα στο κέντρο του Παρισιού. Μια σπουδαία καταγραφή της απώλειας και της δύναµης της αυτοσυντήρησης και ταυτόχρονα µια καταβύθιση στον ανοµολόγητο κόσµο του αρσενικού ψυχισµού και της επιθυµίας. Ο Μάρλον Μπράντο κάνει συνειδητά εδώ την ερµηνεία ενός ξεπεσµένου «τραγικού ογκόλιθου».

Είναι η ταινία που πετάει στα σκουπίδια το µοντέλο του αρσενικού ερωτικού αντικειµένου που του είχε φορέσει το Χόλιγουντ.

Ως γνωστόν η ταινία είχε δηµιουργήσει σκάνδαλο στην εποχή της για κάποιες τολµηρές σκηνές της – και, κυρίως, τις σκηνές µε το βούτυρο… Σήµερα, την εποχή της συντηρητικοποιηµένης «απελευθέρωσης», και έπειτα από 38 χρόνια, το φιλµ του Μπερτολούτσι αποτελεί µια σηµαντική καταγραφή αυτού που η ψυχιατρική ονοµάζει κοινωνική κατασκευή (social construction) και της εξωτερίκευσης του θυµού µας για την απώλεια, µέσα από τη σεξουαλική µας απελευθέρωση, για την ικανοποίηση της επιθυµίας. Ενας ειλικρινής ύµνος στα καταπιεσµένα «ζωώδη» ένστικτά µας που έχουν στρογγυλέψει – και διαστρεβλωθεί – από τους κοινωνικούς και θρησκευτικούς νόµους των πλειοψηφιών…

Με αυτή τη ταινία του ο Μπερτολούτσι αφήνει τον κλειστό κόσµο της διανόησης και ανοίγεται δηµιουργώντας πλέον πιο «εικονογραφηµένα» φιλµ («1900», «Το φεγγάρι», «Ο τελευταίος αυτοκράτορας» που του χαρίζει το Οσκαρ σκηνοθεσίας το ‘87, «Τσάι στη Σαχάρα», «Ο µικρός Βούδας» κ.ά.).

Το απλό αστράφτει

Το Παρίσι, η Πόλη του Φωτός, λάµπει ακόµα περισσότερο όταν η Οντρεϊ Χέµπορν και ο Φρεντ Αστέρ συναντιούνται και µεταφέρουν τη λάµψη τους στη ροµαντική κοµεντί «Funny face» – ως «Εξυπνο µουτράκι» είχε κυκλοφορήσει στην πρώτη πανελλαδική πρεµιέρα – του Στάνλεϊ Ντόνεν υπό τους ήχους της µουσικής του Τζόρτζ Γκέρσουιν.

Ολα αρχίζουν µε τον φωτογράφο Ντικ Εϊβερι που ψάχνει έναν λίγο πιο εξεζητηµένο χώρο για να στεγάσει την επόµενη φωτογράφιση µόδας κι ανακαλύπτει ένα µικρό και όµορφο βιβλιοπωλείο στο Γκρίνουιτς Βίλατζ.

Οταν η φωτογράφιση τελειώνει, όλα είναι ανάκατα προς µεγάλη θλίψη της πωλήτριας Τζο Στόκτον. Ο Εϊβερι µένει για να τη βοηθήσει να συµµαζέψει το µέρος. Αργότερα, καθώς κοιτάζει τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει, ανακαλύπτει τη µορφή της Τζο κάπου στο φόντο µιας φωτογραφίας. Ιντριγκαρισµένος από την ιδιαίτερη εµφάνισή της, ενηµερώνει την εκδότριά του. Κάνουν επαγγελµατική πρόταση στην Τζο, η οποία δέχεται απρόθυµα, µόνο και µόνο γιατί η πρόταση περιλαµβάνει ένα ταξίδι στο Παρίσι. Οσο περνάει ο καιρός, η επιφυλακτική και επιθετική στάση της απέναντι στη δουλειά µαλακώνει κι αρχίζει να απολαµβάνει και τη δουλειά και την παρέα του γοητευτικού φωτογράφου. Το ατίθασο αγοροκόριτσο γίνεται γυναίκα, ερωτεύεται και ταξιδεύει στη µαγεία της Πόλης του Φωτός και του έρωτα. Και µας παρουσιάζει τις χορευτικές και µουσικές της ικανότητες, ερµηνεύοντας γνωστά κοµµάτια όπως το «Ηow Long Ηas Τhis Βeen Going Οn?» χορεύοντας από µπαλέτο έως biba. Κλασική χολιγουντιανή µουσική κοµεντί που ήταν υποψήφια για 4 Οσκαρ. Ενα τεχνικολόρ υπερθέαµα, µε δεµένο καστ, υπέροχα κοστούµια και χορογραφίες που έχει σκηνοθετηθεί από τον Στάνλεϊ Ντόνεν. Τον «βασιλιά των χολιγουντιανών µιούζικαλ», όπως τον αποκάλεσαν. Γεννήθηκε στις 14 Απριλίου 1924 και έγινε αθεϊστής στην εφηβεία του. Σε ηλικία 16 ετών ήταν επαγγελµατίας χορευτής.

}}

Αρχισε την καριέρα του ως χορογράφος και χορευτής στη Μetro Goldwyn Μayer στην ταινία «Βest foot forward» του 1943 µε την Lucille Βall. Εµφανίστηκε στην ταινία «Cover girl» (1944)

όπου µαζί µε τον Τζιν Κέλι σκηνοθέτησε µια σεκάνς στην οποία ο δεύτερος χορεύει µε σωσία του Ντόνεν σε ένα σκοτεινό σοκάκι του Μανχάταν. Η πρώτη του ευκαιρία να σκηνοθετήσει ολόκληρη ταινία ήταν στο «Τρία κορίτσια και τρεις ναύτες» (1949) σε συνεργασία πάλι µε τον Κέλι. Μαζί σκηνοθέτησαν και τη θρυλική ταινία «Τραγουδώντας στη βροχή» η οποία και αποτελεί τη µεγαλύτερη επιτυχία του Ντόνεν. Μόνος του σκηνοθέτησε τον Φρεντ Αστέρ να χορεύει στο ταβάνι για τις ανάγκες της ταινίας «Βασιλικοί γάµοι» του 1951. Αλλες ταινίες του: «Εφτά νύφες για εφτά αδέλφια» (1954), «Ραντεβού σε δέκα χρόνια»,«Πικ-νικ µε πιτζάµες»,«Ενα κορίτσι σε κάθε λιµάνι», «Αδιακρισίες»,«Ραντεβού στο Παρίσι» κ.ά.).