Οταν το ανατολικογερµανικό καθεστώς αποφάσισε την ανέγερσή του Τείχους του Βερολίνου, το 1961, είχε δηλώσει πως επιθυµούσε να προστατέψει τους πολίτες του και τη νέα λαϊκή δηµοκρατία του από τη φασιστική απειλή. Αλλά από τότε και επί 28 χρόνια η Ανατολική Γερµανία έκοψε κάθε επαφή µε το άλλο της µισό και ελάχιστοι πολίτες της κατάφεραν να περάσουν σώοι στην άλλη πλευρά. Ολα αυτά µέχρι το 1989. Ηδη µέσα στο κλίµα της περεστρόικα που έπνεε από το 1984 στην ΕΣΣΔ του Γκορµπατσόφ, µια σειρά από ριζικές µεταρρυθµίσεις είχαν αλλάξει τις ισορροπίες σε αρκετές χώρες του Συµφώνου της Βαρσοβίας. Τον Σεπτέµβριο του 1989, 13.000 Ανατολικογερµανοί απέδρασαν µαζικά στην Αυστρία µέσω Ουγγαρίας · στις 19 Οκτωβρίου ο άλλοτε πανίσχυρος ανατολικογερµανός ηγέτης Εριχ Χόνεκερ παραιτήθηκε · στις 9 Νοεµβρίου 1989 η νέα ανατολικογερµανική κυβέρνηση ανήγγειλε δηµόσια ότι οι πολίτες της ΛΔΓ µπορούν πλέον να επισκέπτονται ελεύθερα τους συγγενείς τους στην άλλη πλευρά. Εκείνη τη νύχτα που τα πλήθη άρχισαν να σκαρφαλώνουν στο Τείχος αναπλάθει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, ο οποίος βρισκόταν στο Δυτικό Βερολίνο µε µια παρέα Ελλήνων. Η µατιά του πηγαίνει όµως βαθύτερα και συλλαµβάνει και µια άλλη διάσταση του κοσµοϊστορικού γεγονότος: εκείνο το «τι θα γένουµε χωρίς βαρβάρους», που έλεγε ο Καβάφης.

Είκοσι και ένα χρόνια από τότε, και να που δύο καινούργιοι φίλοι, ένα ευτυχισµένο _ φαινοµενικά τουλάχιστον _ ζευγάρι, µε ρωτάνε αν είναι ωραία ιδέα να πάνε φέτος το καλοκαίρι στο Βερολίνο· θα ‘ναι η πρώτη τους φορά. Με ρωτάνε αν έχω πάει ποτέ κι εγώ, απαντώ ότι βρισκόµουν εκεί τη χρονιά που έπεσε το Τείχος. Θέλουν να µάθουν λεπτοµέρειες. Αµ, δε… Πώς ν’ αρχίσω και πώς να συνδέσω µε κείνη τη µέρα όλα όσα προηγήθηκαν; Πολλές φορές, µια ιστορική στιγµή βιώνεται διαφορετικά απ’ τον καθένα µας, αλλά για όσους έζησαν εκτός Τείχους, η πτώση του είναι µια ιστορική στιγµή βιωµένη µέσα από ταινίες, ντοκιµαντέρ και βιβλία, που αποτυπώνουν τη στιγµή της κατάρρευσης αλλά σε καµία περίπτωση τον ψυχισµό όσων έζησαν τα γεγονότα από µέσα.

Εκείνο το βερολινέζικο απόγευµα _ ή µήπως βραδάκι; _ γιορτάζαµε τα γενέθλια µιας φίλης που αρνιόταν επίµονα να µας αποκαλύψει τα χρόνια της. Τη φωνάζαµε Δαλιδά, κανείς ωστόσο δεν τολµούσε να ρωτήσει πώς τη βάφτισαν, µωράκι σε µια κολυµβήθρα, στην απόµακρη ελληνική επαρχία όπου ευδοκίµησαν τα περίπλοκα γονίδιά της. Ηταν τόσες οι αλλαγές που είχε υποστεί στο σώµα και το πρόσωπο, που ο Μίνωας τη φωτογράφιζε κάθε τόσο στις µεταµορφώσεις της και την είχε «εκθέσει» µαζί µε τις φωτογραφίες της σε µια πρόσφατη performance. Εκείνος είχε φύγει απ’ την Ελλάδα µετά το γυµνάσιο κι επέστρεψε ως ανυπότακτος για να πάρει το τρελόχαρτο του στρατού για να µπορεί να πηγαινοέρχεται. Τον είχαµε πάει µαζί µε άλλους δύο φίλους απ’ τη Θεσσαλονίκη σ’ ένα στρατόπεδο στο Κιλκίς, τον κράτησαν ένα βράδυ, έδωσε την παράστασή του και την άλλη µέρα τον πήραµε πίσω. Εκείνη την εποχή, το τρελόχαρτο ήταν υπόθεση ρουτίνας. Σήµερα, αυτό είναι µια βασανιστική, χρονοβόρα διαδικασία, που µπορεί τελικά να σε οδηγήσει σε πραγµατική τρέλα.

Ο Μίνωας λοιπόν εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο και δούλευε σε ένα ελληνικό µπαρ – εστιατόριο που δεν είχε καµιά σχέση µε τη γνωστή κιτς αρχαιοελληνική αισθητική· σύχναζαν ψαγµένοι τύποι, ηθοποιοί, µα κυρίως βεβαρηµένοι πότες… Στην αρχή, ήταν στη λάντζα αργότερα, πέρασε πίσω απ’ την µπάρα, µε καλύτερο µεροκάµατο, καταφέρνοντας να βιοπορίζεται και να σπουδάζει την τέχνη του. Εµενε σ’ ένα κλουβί, σ’ ένα τσιµεντένιο µπλοκ, µε τα χρόνια όµως αναζητούσε όλο και µεγαλύτερους χώρους για να στεγάσει το εργαστήριό του, ένα ανοιχτό καλλιτεχνικό εργαστήριο, ένα work-in-progress που αποτύπωνε _ έτσι πίστευε _ το αληθινό πνεύµα των Βερολινέζων, όπως αυτό διαµορφωνόταν µέσα στο περιορισµένο δυτικό τµήµα της πόλης. Κατέγραφε την καθηµερινότητα του πλήθους, τις ατοµικές εκφράσεις και αντιδράσεις, ενώ, κάθε φορά που πλησίαζε το Τείχος, αισθανόταν ένα ρίγος, µια δηµιουργικότητα που τον επαναφόρτιζε.

Οταν τον επισκέφτηκα, µε ξενάγησε στο µεγαλύτερο µήκος του Τείχους. Ο κόσµος συνήθως επισκεπτόταν τα πιο τουριστικά του σηµεία: τη Γέφυρα των Κατασκόπων, το Τσεκ Πόιντ Τσάρλι, την είσοδο για το Ανατολικό Βερολίνο, απ’ όπου είχα διέλθει κι εγώ µέχρι να βρω τον Μίνωα να µε περιµένει στον σταθµό των λεωφορείων για να µε παραλάβει, φωτογραφίζοντας την πρώτη µου αντίδραση στο καινούργιο περιβάλλον. Τελικά, δεν ήµουν σίγουρος αν είχα εντυείχα µιαν άλλη αίσθηση της ελευθερίας και του χώρου, ωστόσο αναγνώριζα ότι αυτή η περιφραγµένη πόλη ενέπνεε ιδιόµορφες δηµιουργικές τάσεις.

Ο Μίνωας έκανε παρέα µε αρκετούς Ελληνες: µε τον σκηνογράφο Αθανάσιο Σουντουλίδη απ’ την Καβάλα, µε τον Γερµανό Κριστόφ Γκ., φανατικό λάτρη και µελετητή του Ντέιβιντ Μπόουι και της «τριλογίας των ηµερών του Βερολίνου», µε µετανάστες δεύτερης γενιάς και µε κάθε περιθωριακό τύπο, πρεζόνι, πουτάνα ή τραβεστί που µιλούσε την ελληνική γλώσσα. Μαζεύονταν από νωρίς σε ελληνικά µαγαζιά και µετά σκορπίζονταν σε κλαµπ και ντίσκο ώς το πρωί. Ο Μίνωας ήθελε να βρίσκεται ανάµεσά τους, προασπίζοντας την παραδοσιακή ελληνικότητα, διαποτισµένη ή και διαβρωµένη απ’ την ιδιαιτερότητα της διχασµένης πόλης. Τους µελετούσε σαν µέρος της διατριβής του, αλλά το διασκέδαζε κιόλας που ζούσαν όλοι µαζί σε µια νησίδα, στην καρδιά της ευρωπαϊκής ηπείρου.

«Δεν θα µπορούσα πουθενά αλλού να δηµιουργήσω καλλιτεχνικά», µου έλεγε µια µέρα, ενώ ήµαστε ξαπλωµένοι στην όχθη της λίµνης Βάνζεε· γύρω µας όλοι έκαναν ηλιοθεραπεία µισόγυµνοι ή και γυµνοί: όλοι, µε το που βλέπανε λίγο ήλιο να ξεµυτίζει απ’ τα βόρεια ουράνια, ξεχύνονταν σε πάρκα και λίµνες.

Ηταν 1989 και βρισκόµουν εκεί απ’ τις αρχές Αυγούστου, ακριβώς µετά τη θητεία µου, λίγο µετέωρος και αναποφάσιστος για το µέλλον µου. Ηθελα να ξαναδώ τον παλιό συµµαθητή Μίνωα, αν και αυτό που αντίκρυζα, ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, µε τρόµαζε κάπως.

Μήπως το χαρτί της στρατιωτικής απαλλαγής δεν του δόθηκε εντελώς τυχαία;

Η Δαλιδά συγκατοίκησε για ένα διάστηµα µε τον Μίνωα σ’ ένα στενόχωρο διαµέρισµα µε την κουζίνα ενσωµατωµένη στην τουαλέτα. Τότε, ήταν ακόµα ένα ωραίο αγόρι που δεν άρθρωνε σωστά απ’ την ηδυπάθεια. Κι όµως, τα είχανε βρει, πειραµατίζονταν: µε το σώµα ο ένας, µε την ανθρωπογεωγραφία της πόλης ο άλλος. Καµιά φορά, οι φωτογραφίσεις του Μίνωα συνέπιπταν µε τις µεταµορφώσεις στο σώµα της Δαλιδά. Την έστηνε σε διαφορετικά σηµεία του Τείχους, όπου το µόνο που άλλαζε ήταν τα γκράφιτι ή µια φυσική αλλοίωση στο µπετόν, γιατί κατά τ’ άλλα ο αποκλεισµός παρέµενε αδιαπέραστος απ’ την ανατολική πλευρά.

Αρχισα να διηγούµαι την ιστορία µου στο ζευγάρι που ήθελε να ταξιδέψει στο Βερολίνο. Εκείνο το βράδυ, µας κάλεσε η Δαλιδά από νωρίς στην «Αγορά», το ελληνικό µαγαζί, και για χατίρι της έπαιξε και η µικρή ορχήστρα από τις οκτώ. Ο ιδιοκτήτης, ονόµατι Τάρας Μπούλµπα, ένας θηριώδης τύπος απ’ τη Χαλκιδική, της έκανε όλα τα χατίρια. Η παρέα ετελιδά (η Σαλώµη, η Κιάρα, η Ρούµπι), δύο ελληνίδες φοιτήτριες απ’ τη Θεσσαλονίκη που δεν θυµάµαι πια τα ονόµατά τους, κάποιοι νεαροί µετανάστες δεύτερης γενιάς, ένας τουρκάκος βιζιτάς (µου ψιθύρισε στ’ αυτί η Ρούµπι), ένας γερµανός ηθοποιός, πολύ γνωστός αργότερα στο καλλιτεχνικό κύκλωµα των φεστιβαλικών ταινιών. Ο Κριστόφ δεν είχε φανεί ακόµη.

Απ’ τις οκτώ αρχίσανε οι ζεϊµπεκιές, τα τσιφτετέλια και τα χιώτικα µάµπο, και δώσ’ του ούζα, κεφτέδες και τζατζίκια («Μη, µωρή, σκόρδο· θα πνιγεί ο πελάτης και µετά…»), και κάποια στιγµή γίναν όλα ελληνοβερολινέζικα. Ο Μίνωας είχε πιει αρκετά, στενοχωριόταν που έλειπε ο Κριστόφ, στενοχωριόταν για τη µάνα του που έφυγε κι αυτή, ένας παππούς τού απέµεινε σε µια βουνίσια πλαγιά να προασπίζει τα σύνορα, ξεχασµένος µετά τον Εµφύλιο, τον οποίο δεν ξεπέρασε ακόµη και στα βαθιά γεράµατα. Εγειρε στην καρέκλα κι είπε «αυτή είναι πια η πόλη µου, η ζωή µου, το µοναστήρι µου, δεν θέλω να βγαίνω πια έξω από ’δώ». Η Δαλιδά έσβησε το κερί πάνω στην τούρτα, έκανε λίγο show, «να τα εκατοστίσεις», έκραζαν οι πάντες· «Τσιγκούνες, βάλτε λίγα χρονάκια παραπάνω», φώναζε εκείνη. Μετά τη µία το βράδυ, θα γύριζε στο πόστο της, στο πεζοδρόµιο, µε τη δαντελένια φούστα και τα τσιτωµένα βυζάκια της.

Αυτό που δεν ξέραµε στις εννιάµισι ήταν ότι είχε ήδη αρχίσει να υποχωρεί το Τείχος και τα πρώτα πλήθη των Ανατολικογερµανών εισέβαλλαν από νωρίς το απόγευµα ανεµπόδιστα. Επρεπε να εισβάλει καταϊδρωµένος νοεµβριάτικα ο Κριστόφ και, επειδή όλοι τσιροκοπούσανε και µπεκρουλιάζανε, «τρελοί είστε», φώναξε, «δεν πήρατε είδηση τι γίνεται έξω;» Στην αρχή, κανείς δεν τον άκουγε, ο Κριστόφ όµως έτρεξε στην ορχήστρα, άρπαξε το µικρόφωνο, µε αποτέλεσµα να πάψουν τα όργανα· άρχισε να µας εξηγεί στα γερµανικά το συµβάν ως άγγελος που µόλις εισήλθε στο κοίλον του αρχαίου θεάτρου.

Πράγµατι, απέξω ακούγονταν κόρνες αυτοκινήτων· πεταχτήκαµε στον δρόµο. Το γλέντι διαλυόταν. Φτάσαµε πεζή στη Βίντεµπεργκ Πλατς, η Κούνταµ ήταν πληµµυρισµένη από σκούρα πλήθη που στέκονταν είτε σε ουρές χωρίς κανέναν απολύτως λόγο είτε διασκορπισµένοι απολάµβαναν τη µισή πόλη που τόσο είχαν ποθήσει να δουν. Κακοκουρεµένα κεφάλια, ξυσµένα γυναικεία µαλλιά, µπουφάν διαφορετικής κοπής, σακάκια και ηµίπαλτα ξεχασµένου βεστιαρίου, πρόσωπα που ρουφούσαν εικόνες και πληροφορίες αχόρταγα. Μπίρες, φωνές, αγκαλιές, επανασυνδέσεις.

Η Δαλιδά µε τις άλλες «έκοβαν κεφάλια», υπολόγιζαν σε νέους πελάτες· η µάστιγα του ΑΙDS είχε τροµάξει την πιάτσα. Ολοι µας ήµασταν ξαφνιασµένοι, δεν είχαµε επιχειρήµατα, το µόνο που άκουγες ήταν «Επιτέλους», «Δεν πήγαινε άλλο»· το περιµένανε, όχι όµως τόσο ξαφνικά, ύστερα από µια ανακοίνωση ενός εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών της ΛΔΓ, στις τέσσερις το απόγευµα, που εκλήφθηκε ως απόφαση για το άνοιγµα των συνόρων.

Ο Μίνωας µε τράβηξε απ’ την παρέα.

«Πρέπει να προφτάσουµε το Τείχος, να το φωτογραφίσω στην αρχή του τέ λους», είπε και απ’ τους παράπλευρους _ άδειους _ δρόµους µε οδήγησε στην Πύλη του Βρανδεµβούργου, εκεί όπου τα πλήθη πιέζονταν να προχωρήσουν και χοροπηδούσαν πάνω στο Τείχος.

Ο Μίνωας φωτογράφιζε, ύστερα πήγαµε κοντά σε µιαν οµάδα αντρών που µε κασµάδες χτυπούσαν µανιακά τα τσιµέντα, ενώ παρακάτω κάποιοι έστηναν σκάλες για να σκαρφαλώσουν στα διχασµένα όρια.

«Θυµάµαι σαν χαµένος εκείνη τη νύχτα αλλά και τις επόµενες µέρες», έλεγα στο ζευγάρι που θα πήγαινε σύντοµα στο Βερολίνο, «γιατί περισσότερο παρατηρούσα την κατάπτωση του Μίνωα». Τον θυµάµαι ν’ ακουµπάει πάνω στο Τείχος λατρευτικά, σαν να ήταν το Τείχος των Δακρύων της Ιερουσαλήµ, µονολογώντας, «Πάει η πόλη µου, πάει το Βερολίνο µου, τελείωσε». Αντιλαµβανόµουν ότι εκείνο το δηµιούργηµα που οραµατιζόταν, η έκφραση της καλλιτεχνικής του πλευράς, κατέρρεε, τον εξουδετέρωνε. «Δεν θα πάω στην άλλη µεριά, δεν θα πάω από ’κεί», θρηνούσε. Την τρίτη µέρα, µε κουβάλησε σε µιαν ορθωµένη ακόµη περιοχή του Τείχους (µη νοµίζετε ότι σωριάστηκε αυθηµερόν) και αργότερα στις ανοιχτές οπές και στους σωρούς των µπάζων. Κάθησε πάνω στο ριγµένο µπετόν, έκλαψε και, όταν γυρίσαµε στο σπίτι του, κοιµήθηκε για ώρες καταναλώνοντας αρκετά ηρεµιστικά.

Το ζευγάρι που θα ταξίδευε στο Βερολίνο αναρωτιόταν πώς κατέληξε η ιστορία του Μίνωα. «Εφυγε», τους είπα. «Εναν µήνα µετά, επέστρεψε στην Ελλάδα παίρνοντας µαζί του χιλιάδες φωτογραφίες εκείνης της εποχής, µιας εποχής που ξετυλίχτηκε µπρος στα µάτια του.

Αναζήτησε το σπίτι του παππού του στ’ ορεινό χωριό της Βέροιας· τον πρόλαβε να ξεψυχά µε το σκουριασµένο δίκαννο κάτω απ’ το κρεβάτι».

Αρχισε να παρεµβαίνει στο τοιχάκι της αυλής που ανυψωνόταν χρόνο µε τον χρόνο. Χιλιάδες πέτρες γύρω του στα ξεροβούνια και τα γκρεµισµένα σπίτια. Τον επισκεπτόµουν τακτικά τα πρώτα χρόνια, ζούσε χωρίς τηλεόραση και ραδιόφωνο. Μόνο διάβαζε και φωτογράφιζε όσους τον επισκέπτονταν, µετρηµένοι στα δάχτυλα. Αφησε µια στενή είσοδο στον περιφραγµένο τόπο για να µπαίνεις _ το δικό του τσεκ πόιντ. Οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού αποδέχτηκαν τη λόξα του και, όταν το τοιχάκι έγινε θεόρατο ντουβάρι φτάνοντας ισοµετρικά το ύψος τού άλλοτε Τείχους, τότε ηρέµησε. Πολλοί οδοιπόροι ή περαστικοί νόµιζαν ότι συναντούσαν ένα µικρό µοναστήρι λίγοι ξέρανε ότι αντικρύζανε µια µπονζάι εκδοχή της ιστορίας.

Το ζευγάρι µε κοίταζε απορηµένο. «Ζει ακόµα εκεί µέσα;» «Ναι», τους εξήγησα. «Κι όποτε πηγαίνω να τον δω, είναι µια χαρά, µε φωτογραφίζει για ν’ αποτυπώνει _ λέει _ τη φθορά του έξω κόσµου». Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι συγγραφέας και τα γνωστότερα έργα του είναι ο «Χορευτής στον ελαιώνα», το «Παρτάλι», οι «Χάρτες».

Ο Μίνωας φωτογράφιζε, ύστερα πήγαµε κοντά σε µιαν οµάδα αντρών που µε κασµάδες χτυπούσαν µανιακά τα τσιµέντα, ενώ παρακάτω κάποιοι έστηναν σκάλες για να σκαρφαλώσουν στα διχασµένα όρια

ΑΥΡΙΟ: Το γκρέµισµα του αγάλµατος του Ενβέρ Χότζα στα Τίρανα