ΧΑΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΕΣ
ΠΤΗΣΕΙΣ, ΑΤΕΛΕΙΩΤΕΣ ΑΝΑΜΟΝΕΣ
ΣΕ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΑ: ΙΔΑΝΙΚΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΕΙ ΚΑΝΕΙΣ
ΤΙΣ ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ,
ΝΑ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙ ΤΟ ΧΑΟΣ
ΠΡΟΧΕΙΡΩΝ ΣΗΜΕΙΩΣΕΩΝ ΠΟΥ
ΧΡΟΝΙΖΟΥΝ ΣΤΟΝ ΦΟΡΗΤΟ
ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ, ΝΑ ΜΕΤΑΓΡΑΨΕΙ
ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΤΟΝ
ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ ΑΛΛΟΥ, ΑΛΛΟΤΕ…
Συχνά λέγεται ότι η γλώσσα του κινηματογράφου συγγενεύει με τη γλώσσα της λογοτεχνίας· αυτό αποτυπώνεται άλλωστε σε αρκετούς τεχνικούς όρους που χρησιμοποιούν από κοινού. Ο συγγραφέας σκηνοθετεί τον κόσμο του, μοντάρει τα γραπτά του, ζουμάρει σε πρόσωπα ή καταστάσεις, φωτογραφίζει μέσω εξαντλητικών περιγραφών όπως περίπου το κάνει ο κινηματογραφιστής. Προφανώς το υλικό (οι λέξεις, οι εικόνες) διαφέρει και επιτάσσει τους κανόνες του, ωστόσο η σκοπιά του τεχνίτη που χωροθετεί, χρονοθετεί μια ιστορία και την εντάσσει σε αφηγηματική προοπτική είναι βασικό γνώρισμα και στις δύο διαδικασίες.

Ο Κώστας Βρεττάκος, που γεννήθηκε το 1938, είναι κυρίως γνωστός από τη δράση του στον κινηματογραφικό χώρο: ντοκιμαντερίστας, σκηνοθέτης μιας ταινίας ( Τα παιδιά τηςΧελιδόνας ), υπουργικός σύμβουλος κινηματογραφίας και πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου επί σειρά ετών, σύμβουλος Διεθνών Σχέσεων στον τομέα του Οπτικοακουστικού (1990- 2006).

Προτού αναλάβει όμως αυτούς τους θεσμικούς ρόλους και ασχοληθεί ενεργά με τον κινηματογράφο, για τον οποίο σπούδασε στην Αθήνα και στη Ρώμη, είχε δραστηριοποιηθεί στη δημοσιογραφία, στη διαφήμιση, στη φωτογραφία, είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές και δημιουργήσει έναν βραχύβιο εκδοτικό οίκο: τυπικό δείγμα μιας ολόκληρης εποχής της ελληνικής Αριστεράς όπου η επαγγελματική πολυπραγμοσύνη βρισκόταν αναγκαστικά στην ημερησία διάταξη, ο βιοπορισμός προσπαθούσε να συντονιστεί με τις εσώτερες κλίσεις ή πεποιθήσεις, όχι πάντα με επιτυχία. Το φίλτρο

Στον Περαστικό από το Ρέικιαβικ, όλες αυτές οι αναζητήσεις και οι περιπέτειες φιλτράρονται στην αφήγηση ως δοκιμασίες ατομικές αλλά και συλλογικές, μιας μεταπολεμικής και στιγματισμένης γενιάς που παράδερνε γυρεύοντας τον δρόμο της. Είναι εμφανές πως ο συγγραφέας θέλει να μιλήσει για όλα αυτά τα δημόσια και τα ιδιωτικά που τον έχουν συγκροτήσει ως πρόσωπο, για παλιές φιλίες και χαμένους συντρόφους, πένθη και πάθη της οικογένειας, έρωτες και ισόβιες σχέσεις. Πώς να το κάνει αποφεύγοντας τους σκοπέλους της αυτοβιογραφίας και τις ευκολίες της μαρτυρίας ή τη χαλαρότητα του χρονικού; Εδώ, η μία τέχνη τείνει χείρα βοηθείας στην άλλη:

σκηνοθετώντας . Ο Ντάντης υποδύεται τον Χριστό φορο και ο ρόλος του απαιτεί ένα διαρκές flash back που προσπαθεί να συνδέσει το τότε με το τώρα. Επιλογή του σκηνικού χώρου: η ουδέτερη, άχρωμη, πανομοιότυπη ατμόσφαιρα των μεγάλων διεθνών αεροδρομίων. Ήρωας: μια μοναχική φιγούρα στους λαβυρινθώδεις αερολιμένες των ευρωπαϊκών πρωτευουσών που γράφει πυρετωδώς ένα γράμμα ουσιαστικά προς εαυτόν, με το βλέμμα να πηγαινοέρχεται στη μικρή οθόνη του υπολογιστή και στον μεγάλο πίνακα ανακοινώσεων των πτήσεων. Ο επιβάτης, πολυάσχολος επαγγελματίας, κουβαλά πάντα μαζί του τον φορητό υπολογιστή, που έχει σταδιακά αντικαταστήσει παλιές ατζέντες, ημερολόγια, και όπου έχει αποθηκεύσει μικρές ή εκτεταμένες σκέψεις, σχέδια προσωπικών επιστολών, το σχήμα του βίου του καθώς τείνει να ολοκληρωθεί (το επεισοδιακό ταξίδι κλείνει την επαγγελματική του σταδιοδρομία, εντός ολίγου πρόκειται να συνταξιοδοτηθεί).